Ειδικότερα η επενδυτική τράπεζα Rabobank εντοπίζει, αύξηση στην κερδοφορία των µεγάλων γαλακτοβιοµηχανιών στις ΗΠΑ ως αποτέλεσµα των οικονοµιών κλίµακας. «Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουµε δει µια µετάλλαξη της αγοράς µέσω της δηµιουργίας µεγαλύτερων µονάδων, ανέφερε ο Τοµ Μπέιλι, συντάκτης της έρευνας και αναλυτής του γαλακτοκοµικού κλάδου της Rabobank
Στοιχεία από το 1970 δείχνουν ότι η αµερικανική βιοµηχανία γαλακτοκοµικών, αυξήθηκε σταδιακά καθώς εξελίχθηκαν οι φάρµες γαλακτοκοµικών σε µεγαλύτερες µονάδες επεξεργασίας που ευεργετήθηκαν από την οικονοµία κλίµακας. Η αστάθεια των τιµών των γαλακτοκοµικών ήταν κυρίως η αιτία που οδήγησε στην ενοποίηση πολλών γαλακτοκοµικών µονάδων.
«Η αγορά γαλακτοκοµικών είναι πιο ασταθής από ότι ήταν πριν 30 χρόνια, αλλά αν η ενοποίηση και η ανάπτυξη γίνουν σωστά, η αγορά θα λειτουργήσει καλύτερα για τους µεγάλους παραγωγούς», τονίζει ο Μπέιλι
«Πιστεύουµε πως οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες όσων ασχολούνται µε τη συγκεκριµένη αγορά, θα παραµείνουν ίδιες για τα επόµενα 10 χρόνια. Και καθώς οι µεγάλες φάρµες θα αυξάνουν το µερίδιό τους στην αγορά γάλακτος, θα συνεχίσουν να πιέζουν τους µεταποιητές ώστε να τους επιτρέψουν να έχουν λόγο στο πως θα χρησιµοποιείται το γάλα τους, ενώ θα αντιµετωπίζουν προκλήσεις µε τους αυξανόµενους κανονισµούς και τη µείωση της ζήτησης. Τέλος, για να αντιµετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις οι µεγάλες φάρµες θα πρέπει να ξοδέψουν χρόνο και χρήµατα», καταλήγει ο ίδιος
Αχτίδα φωτός στο GDTΑξίζει να σηµειωθεί ότι παρά το δυσµενές κλίµα τιµών έχουν αρχίσει να φαίνονται κάποια σηµάδια ανάκαµψης µε πρώτο το ∆είκτη Γαλακτοκοµικών Προϊόντων Global Dairy Trade (GDT) της Fonterra, που την 1η Μαρτίου σηµείωσε άνοδο κατά 1,4% στις 646 µονάδες από τις 638 στις 16 Φεβρουαρίου. Επιπλέον, η Fonterra προβλέπει µείωση έως και 4% της φθινοπωρινής γαλακτοπαραγωγής στη Νέα Ζηλανδία, καθώς το πλεόνασµα και οι χαµηλές τιµές οδηγούν σε περικοπές τους παραγωγούς
Παράλληλα, ενώ η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσµος παλεύουν µε τα πλεονάσµατα η Ρωσία προσπαθεί λόγω και του εµπάργκο στις δυτικές χώρες να γίνει αυτάρκης. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η ανακοίνωση της ρωσικής γαλακτοβιοµηχανίας Ekosem-Agrar, η οποία αύξησε φέτος την παραγωγή της κατά 17% από πέρσι στους 180.000 τόνους και έγινε κορυφαία παραγωγός στη χώρα.
Στοιχεία από το 1970 δείχνουν ότι η αµερικανική βιοµηχανία γαλακτοκοµικών, αυξήθηκε σταδιακά καθώς εξελίχθηκαν οι φάρµες γαλακτοκοµικών σε µεγαλύτερες µονάδες επεξεργασίας που ευεργετήθηκαν από την οικονοµία κλίµακας. Η αστάθεια των τιµών των γαλακτοκοµικών ήταν κυρίως η αιτία που οδήγησε στην ενοποίηση πολλών γαλακτοκοµικών µονάδων.
«Η αγορά γαλακτοκοµικών είναι πιο ασταθής από ότι ήταν πριν 30 χρόνια, αλλά αν η ενοποίηση και η ανάπτυξη γίνουν σωστά, η αγορά θα λειτουργήσει καλύτερα για τους µεγάλους παραγωγούς», τονίζει ο Μπέιλι
«Πιστεύουµε πως οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες όσων ασχολούνται µε τη συγκεκριµένη αγορά, θα παραµείνουν ίδιες για τα επόµενα 10 χρόνια. Και καθώς οι µεγάλες φάρµες θα αυξάνουν το µερίδιό τους στην αγορά γάλακτος, θα συνεχίσουν να πιέζουν τους µεταποιητές ώστε να τους επιτρέψουν να έχουν λόγο στο πως θα χρησιµοποιείται το γάλα τους, ενώ θα αντιµετωπίζουν προκλήσεις µε τους αυξανόµενους κανονισµούς και τη µείωση της ζήτησης. Τέλος, για να αντιµετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις οι µεγάλες φάρµες θα πρέπει να ξοδέψουν χρόνο και χρήµατα», καταλήγει ο ίδιος
Αχτίδα φωτός στο GDTΑξίζει να σηµειωθεί ότι παρά το δυσµενές κλίµα τιµών έχουν αρχίσει να φαίνονται κάποια σηµάδια ανάκαµψης µε πρώτο το ∆είκτη Γαλακτοκοµικών Προϊόντων Global Dairy Trade (GDT) της Fonterra, που την 1η Μαρτίου σηµείωσε άνοδο κατά 1,4% στις 646 µονάδες από τις 638 στις 16 Φεβρουαρίου. Επιπλέον, η Fonterra προβλέπει µείωση έως και 4% της φθινοπωρινής γαλακτοπαραγωγής στη Νέα Ζηλανδία, καθώς το πλεόνασµα και οι χαµηλές τιµές οδηγούν σε περικοπές τους παραγωγούς
Παράλληλα, ενώ η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσµος παλεύουν µε τα πλεονάσµατα η Ρωσία προσπαθεί λόγω και του εµπάργκο στις δυτικές χώρες να γίνει αυτάρκης. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η ανακοίνωση της ρωσικής γαλακτοβιοµηχανίας Ekosem-Agrar, η οποία αύξησε φέτος την παραγωγή της κατά 17% από πέρσι στους 180.000 τόνους και έγινε κορυφαία παραγωγός στη χώρα.