Αναλυτικά οι εκτιμήσεις για τα προϊόντα αναφέρουν τα εξής:
Σιτάρι: Η παγκόσμια προμήθεια σιταριού για το 2018-2019 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί μηδαμινά αφού τα υψηλά αρχικά αποθέματα ισοσταθμίζονται μερικώς από την μείωση της παραγωγής που συνέβη την προηγούμενη χρονιά. Η παγκόσμια παραγωγή σιταριού υπολογίζεται στους 747,8 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 10,6 εκατ. τόνους σε σχέση με τα περσινά δεδομένα. Αυτή η διαφορά από έτος σε έτος συνδέεται με την μείωση της παραγωγής στη Ρωσία κατά 13,0 εκατ. τόνους. Η παγκόσμια κατανάλωση σιταριού υπολογίζεται ότι θα είναι 753,9 εκατ. τόνους, αριθμός ρεκόρ, ο οποίος είναι κατά 10,1 εκατ. τόνους μεγαλύτερος από το 2017-2018. Οι παγκόσμιες εισαγωγές θα αυξηθούν κατά 3,5 εκατ. τόνους το 2018-2019, σημειώνοντας αύξηση για έκτη συνεχόμενη χρονιά. Με την παγκόσμια κατανάλωση να αυξάνεται πιο γρήγορα από την προμήθεια, τα παγκόσμια τελικά αποθέματα εκτιμάται ότι θα σημειώσουν μείωση κατά 6.1 εκατομμύρια τόνους, φτάνοντας του 264.3 εκατομμύρια τόνους.
Δευτερεύοντα σιτηρά: Η παγκόσμια εκτίμηση για το 2018/19 για τα δευτερεύοντα σιτηρά, προβλέπει αύξηση της παραγωγής, αύξηση της κατανάλωσης και χαμηλότερα τελικά αποθέματα. Η παραγωγή στο καλαμπόκι αναμένεται υψηλότερη σε σχέση με πέρυσι, με τις μεγαλύτερες μεταβολές να αφορούν την Κίνα, την Βραζιλία, την Αργεντινή, την Ουκρανία και την Ρωσία. Η παγκόσμια κατανάλωση καλαμποκιού αναμένεται να αυξηθεί κατά 2%, με τις παγκόσμιες εισαγωγές να υπολογίζονται αυξημένες και αυτές κατά 5%. Αξιοσημείωτες προβλέψεις για εισαγωγή καλαμποκιού, περιλαμβάνουν το Βιετνάμ, την Κίνα, το Μπαγκλαντές, το Ιράν, την Μαλαισία, το Μεξικό και την Σαουδική Αραβία. Τα τελικά παγκόσμια αποθέματα υπολογίζεται ότι θα πέσουν κατά 35.8 εκατομμύρια τόνους συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές, τότε γίνεται λόγος για το χαμηλότερο νούμερο από την περίοδο 2012-2013.
Ρύζι: Κάθε προηγούμενο ρεκόρ αναμένεται να σπάσει η παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση ρυζιού, όπως επίσης και το εμπόριο. Η παραγωγή υπολογίζεται στους 489.5 εκατομμύρια τόνους, ελαφρώς μεγαλύτερη από την περίοδο 2017-2018, κυρίως λόγω της καλής σοδειάς σε Μπαγκλαντές, Ταϋλάνδη και ΗΠΑ, που ισορροπούν την μειωμένη παραγωγή σε Κίνα και Ινδία. Η παγκόσμια κατανάλωση υπολογίζεται στους 488,6 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 2% σε σχέση με πέρυσι, ενώ αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην αύξηση της Κίνας. Μετριοπαθής προβλέπεται η αύξηση στις εξαγωγές, οι οποίες εκτιμάται ότι θα φτάσουν τους 49,3 εκατ. τόνους, ενισχύοντας την αυξητική τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Τα παγκόσμια τελικά αποθέματα υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τους 144,7 εκατ. τόνους, οριακά αυξημένα σε σχέση με πέρυσι, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών ελέγχεται από την Κίνα, σε ποσοστό 67%.
Ελαιούχοι σπόροι: Όσον αφορά τους ελαιούχους σπόρους, το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ εκτιμά ότι η παγκόσμια διάθεση και ζήτηση περιλαμβάνει υψηλότερη παραγωγή, περισσότερες εξαγωγές και χαμηλότερα τελικά αποθέματα συγκριτικά με την περίοδο 2017-2018. Η παγκόσμια παραγωγή υπολογίζεται υψηλότερη κατά 20,9 εκατ. τόνους, φτάνοντας δηλαδή του 593,7 εκατ. τόνους. Η αύξηση αφορά κυρίως την σόγια, την ελαιοκράμβη, το φοινικέλαιο και το λάδι κοπρά, τα οποία ισορροπούν την μείωση της παραγωγής σπόρους βαμβακιού και φιστικιού. Συγκεκριμένα, η παγκόσμια παραγωγή σόγιας θα φτάσει τους 354,5 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 17,8 εκατ. τόνους, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επανάκαμψη από την ξηρασία στην Αργεντινή.
Η παγκόσμια κατανάλωση πρωτεϊνούχων γευμάτων αναμένεται να αυξηθεί κατά 4% μέσα στο 2018/19, με την Κίνα να ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης, παρά την κάτω από τον μέσο όρο παραγωγή σε ψυχανθή. Ως αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης σε πρωτεϊνούχα γεύματα, αναμένεται αύξηση της παραγωγής κατά 19,9 εκατομμύρια τόνους, φτάνοντας τους 509,4 εκατ. τόνους, ενώ ταυτόχρονα θα αυξηθούν και οι εξαγωγές κατά 1,7 εκατ. τόνους στους 90,4 εκατ. τόνους.
Η παγκόσμια κατανάλωση φυτικών ελαίων εκτιμάται στους 198.6 εκατ. τόνους, δηλαδή αυξημένη κατά 7,1 εκατ. τόνους. Πρόκειται για μια αύξηση που εντοπίζεται κυρίως σε Κίνα, Ινδία και Ινδονησία. Τα παγκόσμια τελικά αποθέματα σε φυτικά έλαια θα αυξηθούν κατά 2 εκατ. τόνους, και θα αγγίξουν τα επίπεδα που υπήρχαν πριν από τις επιπτώσεις του Ελ Νίνιο στην παγκόσμια παραγωγή φυτικών ελαίων την περίοδο 2015/16.
Οι παγκόσμιες εξαγωγές ελαιούχων σπόρων θα αυξηθούν κατά 11,2 εκατ. τόνους, φτάνοντας τους 186,4 εκατ. τόνους το 2018-2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης να αφορά τη σόγια. Μετά την μείωση των εξαγωγών της περιόδου 2017-2018, οι ΗΠΑ και η Αργεντινή αναμένεται να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος. Ταυτόχρονα οι εισαγωγές σόγιας της Κίνας εκτιμάται ότι θα φτάσουν το πρωτοφανές υψηλό των 103 εκατ. τόνων, παρουσιάζοντας μια αύξηση κατά 6 εκατομμύρια τόνους από την προηγούμενη περίοδο. Για τον λόγο αυτό, τα παγκόσμια τελικά αποθέματα θα πέσουν κατά 5,5 εκατ. τόνους στους 86,7 εκατ. τόνους.
Βαμβάκι: Οι προβλέψεις για την παγκόσμια παραγωγή βαμβακιού δείχνουν μια μείωση των αποθεμάτων κατά 4,5 εκατομμύρια δεμάτια, αφού για ακόμα μια χρονιά, η κατανάλωση ξεπερνά σε αριθμούς την παραγωγή. Οριακή αναμένεται να είναι η μείωση της παγκόσμιας παραγωγής, κατά 1%, αφού η εκτιμώμενη παραγωγή της Ινδίας – ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως- θα είναι στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Χαμηλότερη ωστόσο θα είναι η παραγωγή ης Αυστραλίας, της Κίνας και των ΗΠΑ, κάτι που θα ισοσταθμιστεί όμως από τις υψηλές προσδοκίες σε Πακιστάν, Τουρκία και Βραζιλία. Η παγκόσμια κατανάλωση θα εμφανίσει αύξηση της τάξης του 3,9%, διαμορφώνοντας ένα νέο παγκόσμιο υψηλό. Το παγκόσμιο εμπόριο θα αυξηθεί σε σχέση με την περίοδο 2017-2018 με χώρες-καταναλωτές με κατεύθυνση τις εισαγωγές όπως το Βιετνάμ και το Μπαγκλαντές να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο, ενώ ταυτόχρονα θα αυξηθούν και οι εισαγωγές της Κίνας. Συνεπώς, τα τελικά αποθέματα αναμένεται να μειωθούν και άλλο, φτάνοντας τα 83,8 εκατομμύρια δεμάτια, κάτι που αναλογεί στο 67% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Ακόμα μεγαλύτερη θα είναι η μείωση στα αποθέματα της Κίνας, ενώ για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, τα αποθέματα εκτός Κίνας αναμένεται να αυξηθούν.
Για την τρέχουσα περίοδο 2017-2018, τόσο η παγκόσμια κατανάλωση όσο και η παραγωγή αυξήθηκαν κατά περίπου 300.000 δεμάτια σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, αφήνοντας εικονικά αμετάβλητα τα τελικά αποθέματα. Η παραγωγή αυξήθηκε στην Αυστραλία και το Ουζμπεκιστάν, στο οποίο ωστόσο αυξήθηκε και η κατανάλωση, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Τουρκίας. Οι εξαγωγές της Αυστραλίας υπολογίζεται ότι θα είναι μειωμένες κατά 300.000 δεμάτια, ενώ αναμένονται περισσότερες εξαγωγές για τις ΗΠΑ, το Ουζμπεκιστάν, το Τσαντ και το Μπενίν.