
Παίρνουµε αφορµή από κάποιο δηµοσίευµα του Observer µε βάση το οποίο, στη µακρινή Ακτή Ελεφαντοστού, οι αγρότες παραγωγοί κόκκων κακάο, ενώ τη δεκαετία του ’70 απολάµβαναν το 50% της τελικής τιµής µε την οποία έφθανε στην κατανάλωση µια σοκολάτα, σήµερα τους µένει αντίστοιχα, µόλις το 6% (άρθρο σελ. 57).
Σίγουρα στην Ελλάδα δεν έχουµε φθάσει ακόµα εκεί, ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι το ποσοστό που κατά βάση µένει για τον παραγωγό βαίνει επίσης συνεχώς µειούµενο. Εκτιµάται µάλιστα ότι σε αρκετές περιπτώσεις, όσο µεγαλώνει η προστιθέµενη αξία ενός προϊόντος, τόσο περιορίζεται κατ’ αναλογία το ποσοστό του οφέλους που απολαµβάνει ο παραγωγός.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το βαµβάκι, ένα καθαρά βιοµηχανικό προϊόν το οποίο διέρχεται από κάποια στάδια επεξεργασίας πριν φθάσει να αποτελεί πρώτη ύλη στις δηµιουργίες του κλάδου της ένδυσης και της λεγόµενης παγκόσµιας βιοµηχανίας µόδας. Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόµενο, όσο µεγαλύτερη καθίσταται η υπεραξία του τελικού προϊόντος, τόσο χαµηλότερο υπολογίζεται, τουλάχιστον ως ποσοστό, το µερίδιο των παραγωγών της πρώτης ύλης, δηλαδή του συσπόρου βάµβακος, επ’ αυτού.
Η περίπτωση του βάµβακος δεν είναι βέβαια η µοναδική. Και σε πολλά άλλα προϊόντα, τόσο βιοµηχανικά όσο και προϊόντα που αποτελούν την πρώτη ύλη για επεξεργασµένα τρόφιµα, παρατηρείται εξελικτικά µια αποδυνάµωση της προσόδου που απολαµβάνει ο παραγωγός σε σχέση µε τους υπόλοιπους συντελεστές της αλυσίδας υπεραξίας. Η περαιτέρω µελέτη επί του θέµατος καθίσταται αναµφιβόλως επιτακτική.
*Εκδότης-Διευθυντής εφημερίδα Agrenda