
Τη δεκαετία του 1970, όταν η τιµή του κακάου ήταν υψηλή, οι κόκκοι ισοδυναµούσαν σχεδόν µε το µισό της αξίας µιας µπάρας σοκολάτας. Σήµερα, οι παραγωγοί λαµβάνουν µόνο περί το 6% από την τιµή του τελικού προϊόντος. Το υπόλοιπο πηγαίνει σε επώνυµες βιοµηχανίες που απολαµβάνουν το 44% από αυτή και στις αλυσίδες σούπερ µάρκετ πηγαίνει το 35%.
Όταν η κρίση στην αξία που δηµιουργείται για τους µικρούς παραγωγούς έγινε εµφανής, οδήγησε στην ιδέα να αναπτυχθεί µια νέα σχέση ανάµεσα στον καταναλωτή και τον παραγωγό κακάου που θα προωθούσε τη διαφάνεια στην αλυσίδα. H Green & Black’s Maya Gold ήταν το πρώτο προϊόν µε logo Fairtrade τον Μάρτιο του 1994. Σήµερα τα προϊόντα σοκολάτας ∆ίκαιου Εµπορίου στα βρετανικά ράφια φτάνουν το 13% της αγοράς.
Σήµερα, η κατώτατη εγγυηµένη τιµή για το κακάο ∆ίκαιου Εµπορίου ανεβαίνει στα 2.400 δολάρια ο τόνος, στα οποία προστίθεται ένα premium 240 δολαρίων, διαθέσιµο για επενδύσεις σε κοινωνικο-οικονοµικά προγράµµατα.
Ένα από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι συνεταιρισµοί είναι ότι η αγορά απορροφά µόνο ένα µέρος της παραγωγής τους µε όρους ∆ίκαιου Εµπορίου, µε αγρότες να µεταφέρουν ότι ντόπιοι έµποροι (pisteurs) συχνά παραβαίνουν τους όρους λειτουργίας των συνεταιρισµών και πληρώνουν σε µετρητά.
Αναπτυσσόµενες χώρες όπως η Ακτή Ελεφαντοστού µπορούν σήµερα να εµπορεύονται χωρίς δασµούς µε ευρωπαϊκές χώρες, όπου καταναλώνεται το 40% της σοκολάτας. Με την Cadbury να χτίζει αποθέµατα, τη Ferrero Rocher να δείχνει προς αύξηση κόστους στη βάση (cost base) κατά 20% και φήµες ότι οι µπάρες της Mars µπορεί να µικρύνουν, το πώς θα επηρεάσει η αβεβαιότητα ενός Brexit χωρίς συµφωνία το εµπόριο µπορεί κανείς µόνο να το φαντάζεται.
*Αρθρογράφος της βρετανικής εφηµερίδας Observer