Η πανδηµία µπορεί να επισκίασε χρόνιες «παθογένειες» και να δηµιούργησε πολλαπλά προβλήµατα, όµως προσέφερε και ευκαιρίες που δεν έµειναν ανεκµετάλλευτες.Η συγκυρία ευνόησε την επίτευξη θετικού πρόσηµου στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων της χώρας έπειτα από 36 χρόνια από το συνδυασµό της αύξησης εξαγωγών σε ορισµένα προϊόντα και της παράλληλης σηµαντικής µείωσης στις εισαγωγές άλλων προϊόντων (π.χ. τοµάτες). Η διατήρηση αυτής της κατάστασης απαιτεί παρεµβάσεις σε δύο επίπεδα. Αφενός ενίσχυση και επιβράβευση των εξωστρεφών επιχειρήσεων και αφετέρου στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής για την παραγωγή τροφίµων και την εξασφάλιση της µέγιστης δυνατής επάρκειας τροφίµων της χώρας. Η στήριξη της εγχώριας παραγωγής, πέρα από τις παρεµβάσεις της άµεσης εισοδηµατικής ενίσχυσης που προσφέρουν πρόσκαιρη ανακούφιση, απαιτεί την εφαρµογή µιας πολιτικής ενθάρρυνσης κατανάλωσης των εγχώριων ποιοτικών προϊόντων.
Η «βαριά βιοµηχανία» της χώρας, ο τουρισµός µπορεί να διασυνδεθεί µε τον αγροδιατροφικό τοµέα µέσω της εφαρµογής ενός συµφώνου ποιότητας που θα καθιστά υποχρεωτική τη χρήση εγχώριων πρώτων υλών για την παρασκευή σειράς πιάτων. Είναι αδιανόητο η ξακουστή «greek salad» να παρασκευάζεται µε τοµάτα και αγγούρι Τουρκίας, ελιά Τυνησίας, ελαιόλαδο Ιταλίας και κρεµµύδι Αυστρίας. Στη νέα αυτή στρατηγική µπορεί να αξιοποιηθεί και η δυναµική που έχουν και τα τρόφιµα οικοτεχνικής παρασκευής.
Με τις διαπραγµατεύσεις για την ΚΑΠ 2023 – 2030 και τη στρατηγική «από το αγρόκτηµα στο πιάτο» να βρίσκονται σε κρίσιµο σταυροδρόµι, το ζητούµενο µίγµα πολιτικής και παρεµβάσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων ποιοτικών προϊόντων καθίσταται άµεσης προτεραιότητας άλλως το ενδεχόµενο να βρεθούν ολόκληροι κλάδοι της αγροτικής παραγωγής στον πάτο είναι ορατό.
Και αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή. Από µόνη της µια πανευρωπαϊκή υιοθέτηση ενός συστήµατος επισήµανσης των τροφίµων, όπως το Nutri-score για το οποίο πολύ σοφά τέθηκε βέτο από την ελληνική πλευρά, όπου θα παρουσιάζεται στον ευρωπαίο καταναλωτή το ελληνικό ελαιόλαδο και η φέτα µε κόκκινη επισήµανση (ως χαµηλής διατροφικής αξίας!!!) ενώ ένα αναψυκτικό diet µε πράσινη επισήµανση (υψηλής διατροφικής αξίας!!), θα είχε εξαιρετικά δυσµενείς επιπτώσεις στα ελληνικά προϊόντα.
Και τα ανοιχτά ζητήµατα δεν σταµατούν εδώ! Οι στόχοι για µείωση της σπατάλης των τροφίµων, της χρήσης φυτοφαρµάκων και λιπασµάτων και για αύξηση της βιολογικής γεωργίας παραµένουν υψηλά στην ατζέντα.
Εκτός βέβαια από τα σύνθετα αυτά ζητήµατα πολιτικής, υπάρχουν πιο απλά, ιδιαίτερα χρήσιµα εργαλεία, που µπορούν να αναπτυχθούν άµεσα και να συµβάλλουν θετικά στους τιθέµενους στόχους.
Για παράδειγµα, η αναβάθµιση του προγράµµατος των «Γεωργικών Προειδοποιήσεων» µε ανάπτυξη θεσµικών συνεργασιών του ΥΠΑΑΤ µε την ΕΜΥ, τα Πανεπιστηµιακά Ιδρύµατα και φορείς των παραγωγών, όπως επίσης και η ανάπτυξη ενός δυναµικού εδαφολογικού χάρτη µπορούν να συµβάλλουν ουσιαστικά στη µείωση της χρήσης φυτοφαρµάκων και λιπασµάτων. Η περαιτέρω ανάπτυξη ενός αγρο-κλιµατικού χάρτη για τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις της χώρας θα ευνοούσε τη βέλτιστη ανάπτυξη πολιτικών για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής.
Ήδη ένας άλλος «χάρτης», αυτός των βοσκοτόπων οδεύει προς την πραγµατοποίησή του. Τα διαχειριστικά σχέδια φιλοδοξούν να κλείσουν οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όλες τις αδικίες από την εφαρµογή της περιβόητης «τεχνικής λύσης», για την οποία θα παραµείνουν ως ανάµνηση οι θλιβερές περιπτώσεις που πρόσφατα είδαν το φως της δηµοσιότητας.
Η ένταξη επιπλέον επιλέξιµων εκτάσεων βοσκοτόπων στο σύστηµα των ενισχύσεων σε συνδυασµό µε την αλλαγή της ΚΑΠ δηµιουργεί µια νέα δυναµική. Η δυναµική αυτή µετριάζεται από το διακύβευµα της ορθής υλοποίησης και εφαρµογής των διαχειριστικών σχεδίων των βοσκοτόπων. Τα διαχειριστικά σχέδια δεν είναι µια θεωρητική µελέτη ή άσκηση επί χάρτου αλλά θα αποτελέσουν πράξεις εφαρµογής. Συνεπώς, πέραν των άλλων στόχων, επιβάλλεται να «κουµπώσουν» οµαλά µε το σύστηµα των ενισχύσεων διασφαλίζοντας την οµαλή καταβολή των ενισχύσεων στους πραγµατικούς κτηνοτρόφους.
Επιπλέον, η πανδηµία δηµιουργεί νέες συνθήκες στην αγορά. Ο καταναλωτής συνεχίζει και δαπανά το 50% του εισοδήµατός του για αγορά τροφίµων, αλλάζει όµως το πρότυπο διατροφής και τις αγοραστικές του πρακτικές.
Το ηλεκτρονικό εµπόριο έχει κάνει αισθητά έντονη την παρουσία του. Επιχειρήσεις διαθέτουν ακόµα και απευθείας στον καταναλωτή προϊόντα από τον παραγωγό, µε αγορές µέσω ηλεκτρονικής πλατφόρµας. Η προέλευση, η ποιότητα και η ασφάλεια των προϊόντων αυτών είναι αναγκαίο να υπόκεινται στον αναγκαίο έλεγχο όχι µόνο για τη διασφάλιση της δηµόσιας υγείας αλλά και για τη λειτουργία του υγιούς ανταγωνισµού, ακρογωνιαίο λίθο σε κάθε σοβαρή προσπάθεια ανάπτυξης.
Στην αγορά του γάλακτος, η νοµοθετική παρέµβαση µε τον Ν. 4691/2020, όπου αυστηροποιήθηκαν οι ποινές για τις «ελληνοποιήσεων» άφησε θετικό αποτύπωµα. Στον τοµέα του κρέατος και των οπωροκηπευτικών, συνεχίζουν να υπάρχουν φωνές για µειωµένες τιµές και ενδεχόµενες «ελληνοποιήσεις».
Αναµφίβολα όµως, τη «ναυαρχίδα» όλων των νοµοθετηµάτων αποτελεί η επικείµενη ενσωµάτωση της Οδηγίας 2019/633 σχετικά µε τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές, νοµοθέτηµα που καλείται πρακτικά να βάλει τάξη και στις πληρωµές των εµπόρων προς τους αγρότες και κτηνοτρόφους. Η ενσωµάτωση απαιτεί επιδέξιους χειρισµούς ώστε να µην ακολουθήσει την άδοξη πορεία του «προκατόχου» της Ν. 4492/2017 που προέβλεπε την εξόφληση του παραγωγού εντός 60 ηµερών.
Είναι βέβαιο ότι οι αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς και ο επερχόµενος ψηφιακός µετασχηµατισµός του κράτους θα ασκήσουν έντονη πίεση για την αναδιάταξη της διοικητικής δοµής και την αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισµό του ελεγκτικού µηχανισµού.Όλα τα ανωτέρω, συγκλίνουν ότι στη νέα πραγµατικότητα των πολλαπλών προκλήσεων που διαµορφώνεται, τα πράγµατα ζορίζουν και απαιτούν σχεδιασµό και εφαρµογή µίγµατος πολιτικής ικανής να διαµορφώσει ένα ανταγωνιστικό πρότυπο της ελληνικής παραγωγής στη µετά COVID εποχή. Ωστόσο, «αν δε δαρθεί ο πηλός, κέραµος δε γίνεται».
* Γεωπόνου, προέδρου του Συνδέσµου Γεωπόνων νοµού Ιωαννίνων