Η επίσκεψη του κορυφαίου διπλωµάτη της ΕΕ Ζόζεφ Μπόρελ, στη Μόσχα στις 4-6 Φεβρουαρίου, επιβεβαίωσε αυτή την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Άθλια διότι στερείται στρατηγικής και κατεύθυνσης. Τα περισσότερα κράτη-µέλη, ιδιαίτερα η Γερµανία, βλέπουν ελάχιστο συµφέρον στο να δώσουν στον Μπορέλ την εξουσία για να σφυρηλατήσει µια ισχυρή εξωτερική πολιτική. Οι προκάτοχοί του είχαν την ίδια αδυναµία, µια θέση που ουσιαστικά τη «χρωστούσαν» στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Αντίθετα η ΕΕ και τα κράτη-µέλη -συλλογικά- δεν ξέρουν τι είδους διάλογο ή σχέση θέλουν µε τη Ρωσία.
Ως η ηγέτης της πιο σηµαντικής χώρας της ΕΕ, η Γερµανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έχει την εξουσία να δώσει στην Ευρώπη την εξωτερική πολιτική που χρειάζεται απαραιτήτως. Αλλά η Μέρκελ δεν είναι strategist. Θα µπορούσε να είχε χρησιµοποιήσει τον Nord Stream 2, τον αγωγό που κατασκευάζεται µεταξύ Ρωσίας και Γερµανίας, ως µόχλευση στη Ρωσία. Αυτή η έλλειψη στρατηγικής σκέψης δεν θα αλλάξει υπό την διακυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία ήδη κινείται ταχύτατα στο µέτωπο της εξωτερικής πολιτικής. Αντιθέτως, θα αλλάξει µόνο όταν το Βερολίνο κάνει το άλµα από το να υπερασπίζεται τα εθνικά συµφέροντα, να υπερασπίζεται και τα ευρωπαϊκά, και να δώσει στην Ένωση την εξουσία που χρειάζεται για να προβάλει µια ισχυρή, κοινή εξωτερική πολιτική [...]
Αυτή η ανικανότητα να υπερασπίζονται συλλογικά τα συµφέροντα και τις αξίες εντός της ΕΕ, έχει επιπτώσεις για την εξωτερική πολιτική. Είναι χαρτί στα χέρια Κίνας, Αιγύπτου και Ρωσίας -αναφέροντας µερικούς- των οποίων οι ηγέτες αναγνωρίζουν την αδυναµία της ΕΕ ως µη παράγοντας εξωτερικής πολιτικής. Αυτό τους επιτρέπει να προωθούν τα δικά τους συµφέροντα µε µεµονωµένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ενώ δείχνει πώς 12 κράτη-µέλη της ΕΕ που εµπλέκονται σε αυτή τη µορφή, έχουν ρίξει τις αξίες της ΕΕ στα βράχια.
*Aναλύτριας του Carnegie Εurope