∆ηλαδή εκεί όπου έχει δοκιµαστεί επιτυχώς η ανταγωνιστικότητα στη διεθνή σκακιέρα και η οικονοµική αντοχή εντός των τειχών. Την ίδια στιγµή, η κεντρική διοίκηση οφείλει να αναγνωρίσει τη συνεισφορά αυτών των προϊόντων στο εµπορικό ισοζύγιο της χώρας, δείχνοντας έµπρακτα το ενδιαφέρον της για την ειδικότερη στήριξή τους, τουλάχιστον εκεί όπου επιβάρυνε την κατάσταση η δύσκολη φάση της πανδηµίας.
Αυτό που χρειάζεται είναι αλληλουχία και υποστήριξη σε όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας των προϊόντων. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η ελληνική βαµβακοκαλλιέργεια αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα, στο οποίο ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωπαϊκή βιοµηχανία εισροών επενδύει, µιας και αποτελεί τον µόνο εκπρόσωπο της παραγωγής στον ευρωπαϊκό χώρο, η εθνική αρχή το βλέπει µε καχυποψία. Σηµειωτέον ότι το ελληνικό βαµβάκι εξασφαλίζει κάθε χρόνο στη χώρα πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε συνάλλαγµα, συγκαταλέγεται, µαζί µε το σκληρό σιτάρι, στους κύριους εκπροσώπους των µεγάλων καλλιεργειών, αντιπροσωπεύει 45.000 παραγωγούς και στηρίζει ισάριθµες θέσεις εργασίας σε σχετιζόµενους κλάδους.
Η περιφρόνηση την οποία δείχνει αυτό τον καιρό η κυβέρνηση στο αίτηµα των βαµβακοκαλλιεργητών για ειδική στήριξη του προϊόντος, λόγω των δύσκολων συνθηκών που επέβαλε στην αγορά του προϊόντος η πανδηµία, είναι αντιπροσωπευτική του «συµπλεγµατικού» τρόπου, µε τον οποίο η κεντρική διοίκηση αντιµετωπίζει ένα εθνικό προϊόν κρίσιµης σηµασίας και µε ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Υπενθυµίζεται ότι οι διεθνείς τιµές του βάµβακος υποχώρησαν έως και 50% µε το πρώτο κύµα της πανδηµίας, δηµιουργώντας τεράστια αναστάτωση σε όλο το φάσµα της αγοράς. Κλωστήρια διέκοψαν τη λειτουργία τους, καταστήµατα ενδυµάτων έκλεισαν, φορτώσεις καθυστέρησαν, προπωλήσεις πήγαν πίσω. Αποδέκτης όλων αυτών οι τιµές παραγωγού. Τι άλλο έπρεπε να έχει γίνει για να τεκµηριωθεί αίτηµα ενίσχυσης των βαµβακοκαλλιεργητών από την αρµόδια αρχή;