
Άλλωστε, µια προσεκτική µατιά στις τελευταίες τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Πελοπόννησο, επιβεβαιώνει το παραπάνω σκεπτικό. Τι µας λέει δηλαδή ο πρωθυπουργός; Ξεκαθαρίζει ότι ο εγχώριος τοµέας της αγροτικής παραγωγής είναι πολύ µικρός για να µπορεί να τεκµηριώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα στο επίπεδο της (χαµηλής) τιµής. Εκεί που µπορεί κάτι να γίνει, είναι στη διαφοροποίηση και στην ποιότητα.
Το ζήτηµα του µεγέθους των εκµεταλλεύσεων και του όγκου της παραγωγής, παύει να είναι µειονέκτηµα, όταν υπάρχουν συνεργατικά σχήµατα. Όταν οι οργανώσεις των παραγωγών φροντίζουν αντίστοιχα για κοινές προµήθειες εισροών και διαπραγµατεύονται αντίστοιχα τη διάθεση της παραγωγής, οι όροι αλλάζουν. Καλό είναι να έχουν φροντίσει προηγουµένως σε ένα ενιαίο πλαίσιο οδηγιών τεχνικής φροντίδας και µια κατά το δυνατόν πιο οµογενοποιηµένη αγροτική παραγωγή. Το άλλο θέµα έχει να κάνει µε την ηπιότητα των παρεµβάσεων και τη µέριµνα των συντελεστών της αγροτικής παραγωγής για ελαχιστοποίηση στο περιβαλλοντικό αποτύπωµα. Εδώ πρέπει να γίνει απ’ όλους κατανοητό ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιµο και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύει κατά κάποιο τρόπο στην υπόθεση αυτή.
Τέλος ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει τις παθογένειες που υπάρχουν στη διαχείριση των κοινοτικών ενισχύσεων, αντιλαµβάνεται τη σπατάλη πόρων που συντελείται σε βάρος µάλιστα εκείνων που παράγουν και δεσµεύεται ότι στη νέα προγραµµατική περίοδο τα πράγµατα θ’ αλλάξουν προς όφελος των πραγµατικών παραγωγών. Από τις πρωθυπουργικές κατευθύνσεις µέχρι την πολιτική πράξη υπάρχει προφανώς απόσταση.
Προς το παρόν, ο συνεργατισµός και τα συλλογικά σχήµατα βρίσκονται σε απαξίωση, η περιβαλλοντική συνείδηση δεν υπάρχει και η σπατάλη κοινοτικών πόρων φθάνει στα όρια της κατάχρησης. Η αλλαγή πλεύσης, πρέπει να συνοδεύεται από πολιτικές κινήσεις που να σηµατοδοτούν αποφασιστικότητα. Κι αυτές οι κινήσεις δεν φαίνονται, αντίθετα καλλιεργείται ο εφησυχασµός και πριµοδοτείται η µετριότητα.