Πάντοτε ήταν δύσκολα τα πράγµατα στο συγκεκριµένο πεδίο, όµως τον τελευταίο καιρό το κακό έχει παραγίνει. Η διεθνής άνοδος στις τιµές των εµπορευµάτων, η διατάραξη της ροής στην εφοδιαστική αλυσίδα, τόσο λόγω του covid όσο και λόγω των ακραίων καιρικών φαινοµένων και η εποχική αύξηση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά λόγω τουρισµού, έχουν ανατρέψει πλήρως τις όποιες ισορροπίες.
Οι παραπάνω συνθήκες έδωσαν αφορµή στα δίκτυα διακίνησης των αγροτικών προϊόντων να αξιοποιήσουν ποικιλοτρόπως τις δυνατότητες που παρέχει το ελεύθερο εµπόριο, αλλά και η ανυπαρξία ελεγκτικών διαδικασιών από την επίσηµη Πολιτεία, µε αποτέλεσµα κανείς να µην ξέρει τι ακριβώς αγοράζει και πως τεκµηριώνεται το κόστος της κάθε αγοράς.
Την ώρα που ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης διατυµπανίζει αφελώς ότι «το µαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο», οι παραγωγοί καταγγέλλουν συστηµατική υποβάθµιση της αξίας της εγχώριας παραγωγής, κατά βούληση διαµόρφωση της ταυτότητας των αγροτικών προϊόντων που φθάνουν στο ράφι, συγκέντρωση της διακίνησης σε λίγα χέρια που έχουν αποκλειστικό στόχο τη µεγιστοποίηση του κέρδους, συνήθως βέβαια σε βάρος του παραγωγού και της εγχώριας παραγωγής.
Οι «µεταλλάξεις» στην ταυτότητα των προϊόντων που φθάνουν στο ράφι έχουν πάρει νέες διαστάσεις. Εκεί που πολλά εισαγόµενα προϊόντα «βαφτίζονταν» ελληνικά για ευνόητους λόγους, σήµερα παρατηρείται τα καλά ελληνικά να παίρνουν π.χ. «ολλανδική» ταυτότητα και τα δεύτερης ή τρίτης ποιότητας εγχωρίως παραγόµενα αγροτικά προϊόντα να λέγονται ελληνικά και να διατίθενται σε πολύ ακριβή τιµή. Μετριοπαθείς γνώστες της αγοράς κάνουν λόγο για οργανωµένη δυσφηµιστική εκστρατεία, η οποία υπονοµεύει µεθοδικά την εγχώρια παραγωγή και βγάζει συστηµατικά εκτός παιδιάς τους παραδοσιακούς Έλληνες αγρότες.
Σίγουρα δεν πρόκειται για καθαρό παιχνίδι στη σφαίρα του ελεύθερου ανταγωνισµού και των κανόνων προσφοράς - κόστους, αλλά για µεθοδευµένη εκστρατεία αλλαγής προσανατολισµού του εµπορίου µε παράλληλη υποχρέωση των δυνάµεων της παραγωγής να συγκεντρωθούν σε λίγα και ελεγχόµενα σχήµατα.