
Ειδικά στον τομέα της αγροτικής παραγωγής όπου οι αποδόσεις είναι αργές και το ρίσκο -πρώτα και κύρια λόγω των καιρικών συνθηκών- είναι μεγάλο, η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να περιορίζονται άλλου είδους αβεβαιότητες. Ειδικά, από τη στιγμή που κάποιος άλλος, εν προκειμένω η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει φροντίσει να είναι διαθέσιμες οι προβλεπόμενες ενισχύσεις.
Αυτό που συμβαίνει εδώ και χρόνια με τις άμεσες ενισχύσεις είναι ανήκουστο και δεν συμβαίνει σε καμιά άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειωτέον ότι ο προϋπολογισμός των άμεσων ενισχύσεων, όπως αυτές πηγάζουν από τους κανόνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, διαμορφώνεται στην αρχή κάθε προγραμματικής περιόδου (συνήθως κάθε 7ετία) και η χώρα μας, το μόνο που έχει να κάνει κάθε χρόνο, είναι να επιβεβαιώνει τα στοιχεία δραστηριότητας των εκμεταλλεύσεων, μέσα από τις λεγόμενες δηλώσεις ΟΣΔΕ (Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης) και να προβαίνει στις αντίστοιχες πιστώσεις.
Στην πορεία των 15 και πλέον χρόνων εφαρμογής του καθεστώς άμεσων ενισχύσεων των αγροτών, ποτέ αυτό δεν έγινε σωστά. Έχει αποδειχθεί ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν είναι ικανή ούτε γι’ αυτό το ελάχιστο. Δηλαδή, δεν είναι σε θέση να μοιράσει, ούτε τα έτοιμα λεφτά. Η διαδικασία πληρωμής των άμεσων ενισχύσεων όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς καμμιά εξαίρεση, εξελίσσεται για τους αγρότες σε πραγματικό «μαρτύριο της σταγόνας» και της αβεβαιότητας.
Το γιατί, θα πρέπει να απασχολήσει σε βάθος τους ιθύνοντες. Οι κοινοτικές ενισχύσεις δεν είναι πεδίο άσκησης μικροπολιτικής, πολλώ δε μάλλον «κουμπαράς» στον οποίο μπορεί να βάζει χέρι κάθε επιτήδειος και άσχετος με την αγροτική παραγωγή. Οι κοινοτικοί κανόνες είναι σαφείς και η μεταφορά τους στο εθνικό πλαίσιο λειτουργίας θα πρέπει να γίνεται με ακρίβεια και αυστηρότητα. Με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας.
Η εθνική νομοθεσία οφείλει να κλείνει πιθανές χαραμάδες στους κοινοτικούς κανονισμούς και όχι να ανοίγει τρύπες που εξυπηρετούν άνομα συμφέροντα. Οι καταχρήσεις που έχουν γίνει στη διαχείριση των βοσκοτόπων και των αντίστοιχων κοινοτικών ενισχύσεων, αποκαλύπτει την ταυτότητα των άνομων συμφερόντων και αναδεικνύει τις ευθύνες του κράτους δικαίου.