∆εν ήταν πάντοτε έτσι. Αντίθετα, αν ανατρέξει κανείς στη νεότερη αγροτική ιστορία, σε κάθε φάση, ένα δύο ήταν τα προϊόντα που έδιναν τον τόνο στην αγροτική δραστηριότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η σταφίδα, στις αρχές του 20ου ήταν ο καπνός, αργότερα τα σιτηρά, το βαµβάκι, τα ζαχαρότευτλα και το ελαιόλαδο.
Σήµερα, η βεντάλια της αγροτικής παραγωγής στη χώρα µας έχει ανοίξει τόσο πολύ και οι διαδροµές στον τρόπο διαχείρισης και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων είναι τόσο διαφορετικές, που κανένας από τους συντελεστές του χώρου δεν µοιάζει µε κανέναν. Και φυσικά καµιά από τις υπαρκτές, ισχνές εκφάνσεις συλλογικότητας δεν δύναται να εκφράσει το όλον.
Χαρακτηριστική είναι η δυσκολία που έχει αυτές τις µέρες και η λεγόµενη Πανελλαδική Συντονιστική Οργάνωση των Μπλόκων να εκφράσει τις διάσπαρτες εστίες αντιδράσεων και διαµαρτυρίας, όπως καταγράφονται από πολλές πλευρές, για διαφορετικούς λόγους και σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Έτσι, ενώ άλλα ζητούν οι µηλοκαλλιεργητές (ακόµα και σε επίπεδο ποικιλίας), οι παραγωγοί κάστανου, σταφίδας, επιτραπέζιων σταφυλιών, ροδάκινων, ακτινιδίων, ελιάς, βάµβακος κ.λπ., οι λεγόµενοι καθοδηγητές των µπλόκων, µένουν στο στερεότυπο ενός διεκδικητικού πλαισίου που προβλέπει αόριστα, αναπλήρωση εισοδήµατος, µείωση κόστους παραγωγής, κατώτατες εγγυηµένες τιµές και ισχυρές αποζηµιώσεις.
Αντίστοιχα, η πολιτική αρχή από την πλευρά της, αξιοποιεί αυτή την αοριστολογία όχι για να αποφύγει γενικά την υποχρέωση αναζήτησης λύσεων αλλά για να µετατρέψει τις όποιες παροχές (ειδικές ενισχύσεις) σε µέσον ψηφοθηρίας. Με τους τοπικούς βουλευτές, να αλωνίζουν αυτές τις µέρες τις περιφέρειές τους, «πουλώντας» τις όποιες τελικές ρυθµίσεις ως προϊόν της δικής τους παρέµβασης και πίεσης.
Μέσα απ’ αυτό το αλισβερίσι, βέβαια, είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς στοιχεία µακρόπνοης, συνεπούς και αποτελεσµατικής αγροτικής πολιτικής. Οι αγρότες θα καλλιεργούν εφήµερες προσδοκίες σε ένα περιβάλλον παροχολογίας, η αντιπολίτευση θα πλειοδοτεί ανεξαιρέτως σε ό,τι προβάλλεται ως αίτηµα και η κυβέρνηση «θα κόβει και θα ράβει» µε βάση πάντα τη δική της προεκλογική ατζέντα.
Την ίδια στιγµή, πάντως, µια ισχνή µειοψηφία αγροτών που βλέπει τα πράγµατα αλλιώς, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Είναι οι αγρότες που δεν χάνουν τον χρόνο τους µε την «ελεηµοσύνη» των ειδικών ενισχύσεων, αντίθετα, παρακολουθούν την πορεία των αγορών, διαβάζουν την εξέλιξη της ζήτησης, αξιοποιούν τα αναπτυξιακά προγράµµατα και τα διαθέσιµα χρηµατοδοτικά εργαλεία, βελτιώνουν τη δοµή των εκµεταλλεύσεών τους, περιορίζουν (µόνοι τους) τα κόστη παραγωγής και διεκδικούν -βάσει της εικόνας των προϊόντων τους- το καλύτερο που η αγορά µπορεί να τους δώσει. Μπορεί να ανοίγει έτσι η ψαλίδα της ανοµοιογένειας, παραµένει ωστόσο η πιο ασφαλής οδός για την επαγγελµατική και κοινωνική ανέλιξη των δραστηριοποιούµενων στον αγροτικό χώρο.