Βασικά σημεία της Οδηγίας αποτελούσαν η προστασία των μικρών παραγωγών-προμηθευτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των αγοραστών όπως οι καθυστερημένες πληρωμές, οι ακυρώσεις παραγγελιών της τελευταίας στιγμής για αλλοιώσιμα προϊόντα, οι μονομερείς ή αναδρομικές αλλαγές συμβάσεων ή η άρνηση σύναψης γραπτών συμβάσεων.
Η εναρμόνιση της νομοθεσίας των Κρατών Μελών με τον στόχο της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633 της 17ης Απριλίου 2019, δεν τα εμπόδιζε να διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των παραγωγών και να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες από αυτούς της Οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εθνικοί κανόνες θα ήταν συμβατοί με τους κανόνες για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Στην Ελλάδα
Η ελληνική κυβέρνηση εναρμόνισε την νομοθεσία της σύμφωνα με την Οδηγία το 2021 με τον Νόμο 4792 (ΦΕΚ 54/ 9 Απριλίου 2021), πλην όμως το έπραξε στην ελάχιστη δυνατή βάση των απαιτήσεων της Οδηγίας με έμφαση κυρίως στις ημερομηνίες πληρωμής εντός 30 ημερών για τα αλλοιώσιμα αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, στην καταγγελία και τις κυρώσεις για την μονομερή ακύρωση παραγγελιών για αντίστοιχα προϊόντα, τις μονομερείς και καθυστερημένες αλλαγές συμβάσεων ή την άρνηση υπογραφής συμβάσεων μεταξύ των δύο μερών, δίνοντας την δυνατότητα καταγγελίας από τον προμηθευτή – παραγωγό κατά του αγοραστή.
Με άλλα λόγια, στη χώρα μας ο Νόμος 4792/2021 δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα που αφορούν στην συνεκτίμηση του κόστους παραγωγής στη διαμόρφωση των τιμών ως «ελάχιστο στοιχείο βάσης» στις συμβάσεις προμηθευτή και αγοραστή, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην πράξη διατήρησε την κατάσταση που προϋπήρχε με κυρίαρχους ‘παίκτες’ στην διαμόρφωση των τιμών παραγωγού την βιομηχανία τροφίμων και τα ολιγοπώλια των supermarket.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Αντίθετα, μια σειρά χώρες όπως π.χ. η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Γερμανία πράγματι, στα πλαίσια της νομοθετικής τους εναρμόνισης, διασφάλισαν υψηλότερο βαθμό προστασίας των παραγωγών έναντι των αγοραστών.
Συγκεκριμένα, η νομοθετική πρωτοβουλία της ισπανικής κυβέρνησης για την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/633 το 2020 επιχειρούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που συμπιέζουν τις τιμές των παραγωγών και καθιστούν μη βιώσιμη την λειτουργία των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων στην τότε ισχύουσα νομοθεσία της χώρας που, μεταξύ άλλων, προέβλεπαν υψηλά πρόστιμα όταν τα προϊόντα πωλούνταν σε τιμές κάτω του κόστους και παράλληλα καθιστούσαν υποχρεωτική την συνεκτίμηση του κόστους παραγωγής στη διαμόρφωση των τιμών εισάγοντας το κόστος παραγωγής ως «ελάχιστο στοιχείο βάσης» στις συµβάσεις παραγωγού και µεταποιητή με ένα πρότυπο σύµβασης που περιλάμβανε μια ενδεικτική λίστα στοιχείων κόστους που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη όπως οι σπόροι, τα λιπάσµατα, τα φυτοπροστατευτικά και η ενέργεια «με στόχο να γίνουν οι τιμές πιο δίκαιες και πιο διαφανείς».
Γαλλία ενίσχυσε το νομοθετικό της οπλοστάσιο με τρεις νομοθετικές πρωτοβουλίες μεταξύ 2018-2023 που κατέληξαν σε αυτό που ονομάζεται νόμος Egalim (États généraux de l’alimentation/Γενική κατάσταση διατροφής) για την προστασία του εισοδήματος των παραγωγών. Πρόκειται για μία πιο αυστηρή εκδοχή της ευρωπαϊκής Οδηγίας που λάμβανε υπόψη την αύξηση του κόστους παραγωγής (πρώτες ύλες, εφόδια, ενέργεια κοκ) στις διαπραγματεύσεις για τις εμπορικές συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και αγοραστών.
Παρ’ όλα αυτά, έκθεση της γαλλικής Γερουσίας το 2022 διαπίστωσε ότι διάφοροι κολοσσοί της αγροδιατροφής συχνά επιχειρούσαν να αποφύγουν την εφαρμογή αυτού του αυστηρού νομοθετικού πλαισίου μεταφέροντας τα κέντρα αγορών τους σε χώρες με χαλαρότερη νομοθεσία, γεγονός που συχνά υπονόμευε την εφαρμογή του νόμου υπέρ των αδύναμων παραγωγών.
Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις προσπάθειες αυστηροποίησης της εφαρμογής της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633 από αρκετά Κράτη Μέλη, τα μεγάλα και ολιγοπωλιακά συγκροτήματα (βιομηχανίες τροφίμων, αλυσίδες supermarket) κατάφερναν να διαφεύγουν αυτού του αυστηρότερου νομοθετικού πλαισίου.
Οι κινητοποιήσεις όμως των αγροτών για τις πιέσεις του αυξημένου κόστους παραγωγής, των χαμηλών τιμών παραγωγού και των συνεπειών της πράσινης μετάβασης επανέφεραν ‘μετ’ επιτάσεως’ το θέμα της βιωσιμότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Σαν αποτέλεσμα, η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε αυστηρότερους ελέγχους στις εμπορικές διαπραγματεύσεις για την σύναψη συμβάσεων και ο πρόεδρος Μακρόν ζήτησε επισήμως την εφαρμογή ενός νόμου τύπου Egalim (δηλαδή πιο αυστηροποιημένης εκδοχής της Οδηγίας) σε ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα. Μάλιστα οι υπουργοί Οικονομικών και Γεωργίας της Γαλλίας εξέδωσαν αυστηρές ανακοινώσεις για την παραβίαση του νόμου από τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων και λιανικών πωλήσεων ακολουθώντας τις πρωτοβουλίες και της Γερμανικής κυβέρνησης που κάλεσε την Επιτροπή Μονοπωλίων να εξετάσει αυστηρά τις καταγγελίες για ανισορροπία στις συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και αγοραστών και για μονοπωλιακές συμπεριφορές στην διαμόρφωση των τιμών αγοράς των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.
Αντίστοιχα στην Ισπανία αυστηροποιήθηκε περαιτέρω ο Νόμος για την Διατροφική Αλυσίδα (Food Chain Act) ενισχύοντας την διαφάνεια στις εμπορικές συμφωνίες συμπεριλαμβάνοντας την υποχρέωση των γραπτών συμβάσεων στις οποίες προβλέπεται κάθε στάδιο της αλυσίδας αξίας να πωλεί τα προϊόντα του σε υψηλότερη τιμή από το συνεκτιμώμενο κόστος παραγωγής.
Αντίστοιχο είναι το πλαίσιο τόσο στην Ολλανδία όσο και στην Ιταλία, ενώ πλέον σε πολιτικό επίπεδο πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου και εξονυχιστική διερεύνηση των ολιγοπωλιακών πρακτικών των αγοραστών με τους Πράσινους να ζητούν την επιβολή ‘απροσδόκητου φόρου’ (windfall tax) στα υπερκέρδη των μεγάλων εταιρειών της αγροδιατροφής για την στήριξη των παραγωγών.
Δύο προτάσεις
Στην χώρα μας η πολιτική ηγεσία επαίρεται για τους ελέγχους της στην αγορά αλλά χωρίς να διαπιστώνεται κανένα ορατό αποτέλεσμα μέχρι στιγμής τόσο στις τιμές όσο και στο γεωργικό εισόδημα. Αποσπασματικά, ευκαιριακά μέτρα μερικής βαρύτητας για την αντιμετώπιση της εκτίναξης του κόστους παραγωγής και την συρρίκνωση της διαπραγματευτικής θέσης των παραγωγών, χωρίς καμία πρωτοβουλία για μια συνολικότερη αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.
Δύο επείγοντα μέτρα κρίνονται αναγκαία
Πρώτον, η τροποποίηση του Νόμου 4792/2021 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, που μεταξύ άλλων, θα συμπεριλαμβάνει την υποχρέωση συνεκτίμησης του κόστους παραγωγής στην βάση ενδεικτικών στοιχείων όπως οι σπόροι, τα λιπάσµατα, τα φυτοπροστατευτικά και η ενέργεια με στόχο την διαφάνεια στις εμπορικές συμφωνίες και τις πιο δίκαιες τιμές για τον παραγωγό.
Δεύτερον, η διαμόρφωση ενός πλαισίου μέτρων πολιτικής και κινήτρων (επενδυτικών, φορολογικών, χρηματοδοτικών) που θα ενισχύουν τις συλλογικές μορφές οργάνωσης των μικρών και μεσαίων παραγωγών καθώς και την διαπραγματευτική τους ικανότητα έναντι των ισχυρών ολιγοπωλίων του τομέα.
*Οµότιµου Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών