Εδώ και επτά ή οκτώ δεκαετίες είναι γνωστό στους οικονοµολόγους ότι µολονότι το ΑΕΠ µπορεί να βοηθήσει αυτούς που θα πάρουν κάτι περισσότερο από αυτό, δεν µετρά την «κοινωνική ευηµερία». […] Ας δούµε κάποιες διαφορετικές περιγραφές του τι συµβαίνει αφού η κυβέρνηση αναγκάσει την οικονοµία να κινηθεί στα όρια της παραγωγικής δυνατότητας, αποφασίζοντας µόνη της ότι θα παραχθεί περισσότερο από κάτι και λιγότερο από κάτι άλλο:
Κάποιοι καταναλωτές και ενδεχοµένως κάποιοι εργαζόµενοι και ιδιοκτήτες κεφαλαίων βλάπτονται. Στην οικονοµική ορολογία, η κίνηση αυτή δεν συνιστά βελτίωση κατά Pareto. ∆εν υπάρχει κάποιος κοινωνικός-επιστηµονικός (οικονοµικός) τρόπος να διαπιστώσει κανείς εάν η «κοινωνική ευηµερία» έχει αυξηθεί ή µειωθεί, ανεξάρτητα από το ΑΕΠ.[…]
Οι τιµές, για να υπολογιστεί το ΑΕΠ, χάνουν την προηγούµενη αντιστοιχία τους µε τις αποτιµήσεις των καταναλωτών.
∆εν καθορίζει πλέον η δύναµη των καταναλωτών του τι θα παραχθεί στην οικονοµία, αλλά οι κυβερνώντες ή κάποια πλειοψηφία. Έστω το πραγµατικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 10%, η ανάπτυξη ωφελεί τον βασιλιά, ενώ όλα τα άλλα άτοµα φτωχοποιούνται. «Η οικονοµία» έχει βελτιωθεί, αλλά δεν υπάρχει επιστηµονικός τρόπος να αποδειχθεί ότι η ευηµερία έχει αυξηθεί.
Η ελεύθερη αλληλεπίδραση µεταξύ των ατόµων που βρίσκονται στην προσφορά και αυτών στη ζήτηση εµποδίζεται από το να καθορίσει το από τι θα αποτελείται η «οικονοµική ανάπτυξη» ή για ποιο σκοπό θα χρησιµοποιείται.
[…]Έτσι, εάν οι διευθυντικές πολιτικές ενός ηγεµόνα οδηγούν στην παραγωγή, ας πούµε, περισσότερου χάλυβα και λιγότερου σιταριού, η αύξηση του ΑΕΠ δεν σηµαίνει ότι η οικονοµία έχει αναπτυχθεί µε την έννοια της αύξησης της αξίας της κατανάλωσης. Μακροπρόθεσµα και αρνητικά η εξέλιξη του ΑΕΠ µπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συµπέρασµα: εάν αυτό βυθιστεί ή µείνει στάσιµο, µπορεί να το δούµε αυτό ως διάψευση της ευεργετικής συµβολής του ηγεµόνα στην οικονοµική αποτελεσµατικότητα