Προς το παρόν, µόνο οι αγορές και κυρίως οι χρηµατιστηριακές (προθεσµιακά συµβόλαια) αξιοποιούν ποικιλοτρόπως τις επιστηµονικές προσεγγίσεις, την επίµονη φηµολογία και βέβαια τις όλο και πιο συχνές περιπτώσεις που τα ακραία καιρικά φαινόµενα αποδίδονται στην κλιµατική αλλαγή.
Μέχρι τώρα, πάντως, όλοι κοιτάζουν τις τιµές των προϊόντων στο ράφι ή τις αντίστοιχες τιµές των αγροτικών εµπορευµάτων στα χρηµατιστηριακά ταµπλό, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αν κάπου θα πρέπει να εστιάσουν, είναι στη θέση του παραγωγού και στη δυνατότητά του να συνεχίσει να παράγει υπό τις διαµορφούµενες συνθήκες.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, εδώ, οι επιτελείς των Βρυξελλών δείχνουν να έχουν βάλει µπροστά το κάρο και πίσω το άλογο. Έσπευσαν να επιβάλουν πρωτοφανείς περιορισµούς στα διαθέσιµα µέσα (φυτοπροστατευτικά, λιπάσµατα κ.α.), λες και η αγροτική δραστηριότητα είναι η κύρια αιτία της ατµοσφαιρικής ρύπανσης και αρνούνται να δουν κατάµατα τη δραµατική θέση στην οποία οδηγούνται οι αγρότες εξαιτίας του ανταγωνισµού που δέχονται σε µια ευρέως διεθνοποιηµένη αγορά.
Στην Ελλάδα, προφανώς, τα πράγµατα είναι και γίνονται πολύ χειρότερα. Είναι γνωστό σε όλους ότι η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία, µε ελάχιστες ενδεχοµένως εξαιρέσεις, ουδέποτε κατάφερε να φθάσει στο επίπεδο παραγωγικότητας του ευρωπαϊκού µέσου όρου, ενώ τα χρήµατα των αναπτυξιακών προγραµµάτων δεν κατέστη δυνατό να αξιοποιηθούν επιτυχώς και να δώσουν τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα.
Έτσι, ακόµα κι αν αναβαθµίσθηκε κατά κάποιο τρόπο η κοινωνική θέση του αγρότη, ειδικά µετά την οικονοµική κρίση (2010) και όσο προχωράει η τεχνολογική διάσταση στη διαχείριση της αγροτικής παραγωγής, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας βαίνει µειούµενη, δείχνοντας εµφαντικά την πόρτα της εξόδου, ακόµα και σε ανθρώπους µε όραµα και επεξεργασµένο επιχειρηµατικό πλάνο.