Αποτελεί πλέον κοινό µυστικό ότι ανεξάρτητα από τους «πειραµατισµούς» που εισάγει η τελευταία µεταρρύθµιση της ΚΑΠ, ειδικά σε ότι αφορά την πράσινη µετάβαση, τα θέµατα των αγροτών και της ανάπτυξης της υπαίθρου, εδώ και καιρό, έχουν περάσει σε δεύτερη µοίρα.
Χρόνο µε το χρόνο η ισχύς των lobbies αυξάνεται, η πολιτική, ως λειτουργία µε γνώµονα το δηµόσιο συµφέρον, αποδυναµώνεται και η διοικητική µηχανή των Βρυξελλών οµφαλοσκοπεί, αδυνατώντας να εισάγει προτάσεις που θα δώσουν απαντήσεις στις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας.
Ειδικότερα σε ότι αφορά τα αγροτικά θέµατα, οι επιτελείς των Βρυξελλών, παραβλέποντας τις συνέπειες του ανταγωνισµού από Τρίτες Χώρες αλλά και την οικονοµική κατάσταση του Ευρωπαίου καταναλωτή, προσθέτουν συνεχώς κόστη στην αγροτική παραγωγή. Οι αυστηρές υποδείξεις ως προς τις προδιαγραφές για τα προϊόντα που παράγονται στον ευρωπαϊκό χώρο, εξυπηρετεί, πρώτα και κύρια, τις µεγάλες επιχειρήσεις της τεχνολογίας.
Ωφεληµένες από αυτή την κατάσταση βγαίνουν καθώς φαίνεται και οι µεγάλες αλυσίδες λιανικής (σούπερ µάρκετ). Κι αυτό γιατί, οι δυνατότητες που έχουν για αύξηση των περιθωρίων κέρδους µε τα προϊόντα εισαγωγής είναι µεγάλα. Φυσικά, σ’ αυτή την περίπτωση, το ενδιαφέρον τους για το περιβαλλοντικό αποτύπωµα καθίσταται «γράµµα κενό».
Κάπως έτσι, µεταφέρεται ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες των Ευρωπαίων αγροτών, το οποίο χρόνο µε το χρόνο µεγαλώνει και οδηγεί σε αδιέξοδα. Αυτά τα αδιέξοδα και οι απογοητεύσεις που τα συνοδεύουν, είναι που ωθούν µεγάλο κοµµάτι της κοινωνίας της υπαίθρου, επιρρεπές στο λαϊκισµό και µε συντηρητικές γενικά αντιλήψεις, να στρέφεται σε ακραίους εθνικιστές και ευρωσκεπτικιστές.
Όσο για την Ελλάδα, εδώ τα πράγµατα είναι ακόµα πιο δύσκολα. Σχεδόν 45 χρόνια µετά την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αγροτικά, όχι µόνο δεν έχει καταφέρει να προσεγγίσει το µέσο επίπεδο παραγωγικότητας των χωρών της Ε.Ε. αλλά αποκλίνει συνεχώς και περισσότερο. Χωρίς µελέτη, χωρίς σχέδιο και χωρίς στρατηγική, ο τοµέας της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα όταν δεν εγκαταλείπεται (όπως συµβαίνει ήδη µε τις ορεινές και µειονεκτικές περιοχές) περνάει σε όλο και πιο λίγα χέρια, επιτείνοντας το κοινωνικό πρόβληµα στην ύπαιθρο.
Μόνο µια βαθιά και ενδεχοµένως από µηδενική βάση µελέτη πάνω στο αγροτικό ζήτηµα της Ελλάδας, ενδεχοµένως να δώσει βιώσιµες λύσεις µε κοινωνικό πρόσηµο. ∆ιαφορετικά, ο δρόµος προς τη φεουδαρχία µοιάζει να είναι χωρίς επιστροφή.