Συνέντευξη του Σωτήρη Μπίσα
στον Λεωνίδα Λίαμη
Φωτογραφίες του Βασίλη Βερβερίδη
Το σφυρί ανεβοκατέβαινε με δύναμη και σιγουριά. Με κάθε «μπαμ» το ανοξείδωτο στεφάνι «αγκάλιαζε» όλο και πιο σφιχτά το ξύλινο βαρέλι, που είχε μπροστά του. Ο Σωτήρης Μπίσας, ένας 62χρονος περήφανος Βλάχος από το Μέτσοβο, με κατάμαυρα μαλλιά και χέρια σαν τανάλιες, ήταν στο εργαστήριο της οικογένειας Τσίμπου στο Ανήλιο Ιωαννίνων και είχε βάλει σκοπό να μας μυήσει στην τέχνη της βαρελοποιίας. Φέτος κλείνει 50 χρόνια στο επάγγελμα και πλέον ελάχιστοι τον γνωρίζουν με το όνομά του. «Βαρελά με ανεβάζουν, βαρελά με κατεβάζουν», λέει με μια επιτηδευμένη, δήθεν, ενόχληση.
«Όργωσε» σχεδόν όλη την Ελλάδα, επισκευάζοντας τυροβάρελα για το μεροκάματο, μέχρι που το 1990 έριξε «άγκυρα» στα Καλάβρυτα και την τοπική ΕΑΣ. Από τα χέρια του θα έχουν περάσει για επισκευή κοντά ένα εκατομμύριο βαρέλια. «Άλλα μου ζήτησαν να τους αλλάξω δούγες, άλλα να τους καρφώσω στεφάνια και άλλα ήθελαν να τους επισκευάσω το καπάκι», λέει. Δεν κρύβει, ωστόσο, την απογοήτευσή του για την πορεία του κλάδου, καθώς από 40 εργαστήρια που είχε το Μέτσοβο, όταν ήταν παιδί και άφηνε τους φίλους του στην παιδική χαρά για να ξεκλέβει την τέχνη του βαρελά σε κάτι γείτονες μαστόρους, σήμερα έχουν απομείνει 4-5 όλα κι όλα. Τη στενοχώρια του, τη μετριάζει η αγάπη του για τα εγγόνια του και η αδυναμία του στα μαύρα άλογά του, που τον συνοδεύουν όπου πάει.
Σε ποια ηλικία ακριβώς ήσασταν όταν ξεκινήσατε να μάθετε την τέχνη του βαρελά; Από μικρό παιδί μου άρεσε αυτή η δουλειά. Ήταν δύο γείτονές μας, περασμένης ηλικίας, οι οποίοι έφτιαχναν βαρέλια και τα απογεύματα αντί να πηγαίνω στην παιδική χαρά, πήγαινα εκεί και έβλεπα πώς δούλευαν. Από τότε μου μπήκε στο μυαλό μου, να γίνω βαρελάς. Το έκανα όταν ήμουν 13 ετών. Τέσσερις μήνες αφού τελείωσα το Δημοτικό. Ήταν Οκτώβριος του 1971, όταν πήγα εκεί επαγγελματικά σαν βοηθός.
Η οικογένεια είχε κάποια παράδοση στην κατασκευή βαρελιών ή εσείς ήσασταν ο πρώτος που αποφάσισε να ασχοληθεί με το αντικείμενο; Ο παππούς ήταν μάστορας. Ήξερε και έφτιαχνε χειροποίητα βαρέλια. Αλλά συγχρόνως ήταν και οικοδόμος. Ήταν αρχιτέκτονας στην πέτρα. Αποκλειστικά βαρελάς, όμως, μόνο εγώ και ο αδελφός μου. Έχουμε πάει σαν κατασκευαστές σε όλα τα εργοστάσια. Επειδή ήθελα να μάθω περισσότερα για την τέχνη, δεν καθόμουν πολύ σε ένα χώρο εργασίας. Κάθε χρόνο άλλαζα εργοστάσιο και πάντα κάτι παραπάνω μάθαινα από τους γηραιότερους μαστόρους.
Μπήκατε εύκολα στο πνεύμα της τέχνης ή αντιμετωπίσατε δυσκολίες; Ήταν δύσκολα στην αρχή. Την πρώτη χρονιά παραλίγο να σπάσω το χέρι μου με ένα κούτσουρο που μου το πήρε από κάτω. Ήμουν μικρός, δεν είχα την τεχνογνωσία να το γυρίσω και λίγο ακόμη θα πάθαινα μεγάλη ζημιά. Μια άλλη φορά πήγα στο δάσος που γινόταν υλοτόμηση. Άκουγα πολλά αλυσοπρίονα να δουλεύουν και δεν ήξερα από πού να φυλαχτώ. Και παραλίγο να με πλακώσει μια οξιά. Κάποια κλαδιά δεν μπόρεσα να τα αποφύγω. Αυτό το περιστατικό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Από εκεί και πέρα, τα πρώτα δύο χρόνια δούλεψα αμισθί για να μάθω την τέχνη. Μετά, στα εργοστάσια μας έδιναν από 20 δραχμές την ημέρα για πολύ βαριά δουλειά δέκα ωρών και ήμασταν μικρά παιδιά. Το αγαπούσα όμως αυτό που έκανα.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Πώς εξελιχθήκατε επαγγελματικά; Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, από Πύργο Ηλείας, Αμαλιάδα, Ανδραβίδα, Σπάρτη, Μάνη, Τρίκαλα, παντού σε όλα τα τυροκομεία. Τα έχω γυρίσει, ένα 80% των τυροκομείων της Ελλάδας. Και τα τελευταία 30 χρόνια είμαι στα Καλάβρυτα. Στο πέρασμα των ετών έπαψαν να με φωνάζουν με το όνομά μου. Βαρελά με ανεβάζουν, βαρελά με κατεβάζουν. Καμιά φορά έρχονται Μετσοβίτες στα Καλάβρυτα και με ψάχνουν. Όταν τους λένε «πού είναι ο Μπίσας;» δεν βγάζουν άκρη. Μόλις τους πουν ότι ψάχνουν τον βαρελά, τους στέλνουν αμέσως πού να με βρουν.
Έτσι όπως το περιγράφετε η ζωή σας ήταν κατά κάποιον τρόπο νομαδική. Ναι, στην αρχή από εδώ κι από εκεί σε όλη την Ελλάδα και μετά, για τα τελευταία 30 χρόνια, στο δρομολόγιο Καλάβρυτα – Μέτσοβο, Μέτσοβο – Καλάβρυτα. Τα πρώτα χρόνια καθόμουν 5-6 μήνες στα Καλάβρυτα και τους υπόλοιπους στο Μέτσοβο. Εδώ και λίγα χρόνια μένω 8-9 μήνες στην Ένωση, γιατί η παραγωγή έχει αυξηθεί πάρα - πάρα πολύ. Έχουμε τριπλασιάσει και τετραπλασιάσει τα βαρέλια και χρειάζεται να είμαι εκεί περισσότερο χρόνο. Στην αρχή τα έφτιαχνα μόνος μου, γύρω στα 15.000 – 20.000 βαρέλια το χρόνο. Τώρα όμως που είμαστε στα 50.000 – 60.000 βαρέλια, χρειάζομαι και βοηθούς.
Το επαγγελματικό πάντρεμα με την Ένωση Καλαβρύτων πώς προέκυψε; Στα Καλάβρυτα ήταν πολύ λίγοι επισκευαστές βαρελιών. Εγώ εκείνη την εποχή όπως σας είπα δούλευα σε πολλά τα τυροκομεία σε όλη τη χώρα. Ήταν όμως μικρά τα τυροκομεία. Σε άλλον επισκεύαζα 500 βαρέλια, σε άλλον 1.000 και σε άλλον 2.000 βαρέλια. Επειδή, όμως, το επάγγελμα άρχισε να φθίνει, ο τότε διευθυντής της Ένωσης Καλαβρύτων ρώτησε τους εργοστασιάρχες εδώ στο Μέτσοβο και με βρήκε. Μου είπε να πάω να τον δω, να συστηθούμε και να γνωριστούμε και με τον τρόπο του με κράτησε στα Καλάβρυτα. Φυσικά αμειβόμουν πάρα πολύ καλά. Πλέον έχω κλείσει 30 χρόνια συνεργασίας με την ΕΑΣ Καλαβρύτων.
Με τι ακριβώς ασχολείστε στην ΕΑΣ Καλαβρύτων; Είμαι ο βασικός επισκευαστής. Όταν επιστρέφουν τα βαρέλια από τα σούπερ μάρκετ με τα οποία συνεργάζεται η οργάνωση, συνήθως έχουν κάποια φθορά. Άλλα θα έχουν σκουριασμένα στεφάνια που θέλουν αλλαγή, άλλα σπασμένες δούγες και άλλα έχουν ζημιές στα καπάκια τους. Σε όλα αυτά αντικαθιστούμε τα φθαρμένα υλικά και το βαρέλι γίνεται και πάλι έτοιμο για χρήση.
Λένε πως ο καλός επαγγελματίας αφουγκράζεται τη δουλειά του. Το βαρέλι «μιλάει» με τον μάστορα; Ναι, ναι! Εγώ μιλάω με τα βαρέλια. Στην αποθήκη της Ένωσης έχουμε 50.000 βαρέλια -φθάσαμε και κοντά στα 60.000 κάποιες χρονιές- και είναι σαν να μου λένε τι θέλουν. Το ένα ζητά να του αλλάξω στεφάνι, το άλλο το καπάκι, το άλλο τη δούγα. Ναι, μιλώ με τα βαρέλια. Από τόσες χιλιάδες βαρέλια ξέρω τι φθορά έχει το καθένα. Γιατί αυτή τη δουλειά την κάνω πάρα πολλά χρόνια. Για να καταλάβετε τα τελευταία 30 έτη, μόνο στην Ένωση Καλαβρύτων, έχω επισκευάσει κοντά στο ένα εκατομμύριο βαρέλια.
Από τη μακρά σας εμπειρία, πόσος είναι ο μέσος όρος ζωής ενός βαρελιού; Το βαρέλι ζει γύρω στα 5-6 χρόνια. Και επειδή είναι ένα ακριβό υλικό, σηκώνει να του κάνεις επισκευές. Δεν είναι σαν το δοχείο που στοιχίζει 2 ευρώ το κομμάτι. Ένα βαρέλι κοστίζει γύρω στα 25-27 ευρώ και γι' αυτό επιλέγεται να επισκευάζεται. Έτσι, έχουμε και εμείς δουλειά, αλλά και τα τυροκομεία που τα αξιοποιούν μειώνουν το κόστος τους.
Τα περισσότερα τυροκομεία, ωστόσο, δεν τα χρησιμοποιούν πλέον… Εμείς στα Καλάβρυτα το 95% της παραγωγής Φέτας το διακινούμε σε βαρέλι. Σε αυτό έχει βοηθήσει και η πρακτική του Σκλαβενίτη, ο οποίος απαιτεί η Φέτα που διακινεί στα καταστήματά του να είναι σε βαρέλι. Να είναι καλά ο άνθρωπος, γιατί δίνει ζωντάνια και στους Μετσοβίτες βαρελάδες. Τα περισσότερα τυροκομεία, όμως, έχετε δίκαιο, βάζουν το τυρί σε δοχεία. Είναι θέμα κόστους, αλλά και λειτουργικότητας στις εξαγωγές. Το λέω ξανά, όμως. Αν δεν ήταν ο Σκλαβενίτης και η Ένωση Καλαβρύτων και αυτά τα λίγα εργαστήρια κατασκευής βαρελιών που έχουν μείνει στο Μέτσοβο θα είχαν κλείσει.
Ποια είναι η εικόνα του κλάδου σήμερα στο Μέτσοβο; Όταν ξεκίνησα εγώ να μαθαίνω το επάγγελμα στο χωριό είχαμε 30-40 βιοτεχνίες. Σήμερα λειτουργούν όλες και όλες 3-4 και δυστυχώς, οι περισσότερες δουλεύουν με αλλοδαπούς, διότι από τους Έλληνες δεν πάει κανείς. Ούτε Μετσοβίτης, ούτε από άλλα χωριά της περιοχής γιατί είναι δύσκολη δουλειά.
Φοβάστε ότι θα χαθεί το επάγγελμα βαρελοποιού; Θα χαθεί, ναι. Πλέον δυσκολεύομαι να βρω άνθρωπο βοηθό. Να τον πληρώσω πολύ καλά και να του μάθω και τη δουλειά, αλλά δεν έρχεται κανένας. Εδώ τα γύρω χωριά που τους ξέρω όλους, τους παρακαλάω και δεν θέλουν. Κάθονται στις καφετέριες και δεν έρχεται κανένας. Στενοχωριέμαι πάρα πολύ γιατί σε 1-2 χρόνια θα αποσυρθώ και ίσως να μην μπορέσω να αφήσω αντικαταστάτη.
Εσείς ασχολείστε κυρίως με τα τυροβάρελα, ωστόσο έχουμε πολλά είδη βαρελιών και το καθένα θέλει το δικό του ξύλο, έτσι δεν είναι; Για το τυροβάρελο το ιδανικό ξύλο είναι η οξιά. Δεν κάνει τίποτε άλλο. Θέλει όμως προσοχή στη μεταχείριση γιατί είναι ένα ξύλο που εύκολα στεγνώνει, αλλά εξίσου εύκολα και ρουπώνει. Έχουμε όμως και άλλα βαρέλια από δρυ ή καστανιά, τα οποία είναι κυρίως για κρασοβάρελα. Η τέχνη στην κατασκευή είναι ίδια, αλλά αυτά κάνουν μόνο για κρασιά. Τα οινοποιεία, ωστόσο, κάνουν εισαγωγές από τη Γαλλία, γιατί ο δρυς εκεί είναι καλύτερης ποιότητας και βέβαια σε πολλές περιπτώσεις το ξύλινο βαρέλι αντικαθίσταται πλέον από ανοξείδωτες δεξαμενές.
Τι το ξεχωριστό έχει η οξιά; Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι έχει μεγάλους πόρους. Στα τυροκομεία αφού βάλουν το τυρί μέσα στο βαρέλι, το αφήνουν 15-20 ημέρες στην ωρίμανση, σε θερμοκρασία 17-18 βαθμών Κελσίου. Κατά τη διαδικασία αυτή, το τυρί ό,τι μικροοργανισμούς έχει και δεν τους δέχεται, το ξύλο οξιάς, επειδή όπως σας είπε έχει πόρους, τους αποβάλει. Μπορεί να βγάλει μέχρι και 3 κιλά υγρό από μέσα σε αυτές τις περίπου 20 ημέρες που βράζει. Εάν πήξεις ένα τόνο γάλα και το μισό το βάλεις σε βαρέλια και το άλλο μισό σε τσίγκινα δοχεία, θα δεις μεγάλη διαφορά. Κι αυτός είναι ένας λόγος που το βαρελίσιο τυρί είναι πολύ πιο νόστιμο, γιατί από το δοχείο το τυρί δεν μπορεί να αποβάλλει τίποτε, όπως συμβαίνει στο ξύλινο βαρέλι, το οποίο συν τοις άλλοις του δίνει και άρωμα.
Μια παροιμία λέει πως ο βαρελοποιός και ο γάιδαρος χαίρονται λίγο. Είναι πράγματι κουραστική δουλειά; Όλο το χρόνο δουλεύουμε και μάλιστα πολλές ώρες. Δεν καθόμαστε. Το καλοκαίρι πάμε στο βουνό για να διαλέξουμε και να κόψουμε ξύλα, τα οποία τα φέρνουμε στο εργοστάσιο σε κορμούς. Στη συνέχεια κόβονται στους 60 πόντους μήκος με το αλυσοπρίονο, μετά σκίζονται προσεκτικά στην κορδέλα, στα νερά του ξύλου για να γίνουν οι δούγες και να μην σκεβρώνουν και στο τέλος τις βγάζουμε έξω στα υπόστεγα, για περίπου 3-4 μήνες, να στεγνώσουν καλά, ώστε το φθινόπωρο να αρχίσει σιγά – σιγά η κατασκευή των βαρελιών.
Το σχήμα πώς το παίρνει το βαρέλι; Αυτό είναι ένα από τα μυστικά της τέχνης. Στις άκρες της δούγας, από τη μέσα μεριά το ξύλο είναι τέσσερις πόντους και από την έξω πέντε. Κι αυτό δίνει το σχήμα του βαρελιού, το οποίο βράζει ώστε να μαλακώσει και να μπορεί να λυγίσει πιο εύκολα. Τη δούγα στη συνέχεια την πάμε σε ένα ειδικό μηχάνημα και παίρνει το στυλ του βαρελιού, πλανάρουμε και στο τέλος το πάμε στη σβούρα, που κάνει γαρδάλωση, γύρω – γύρω για να μπει το καπάκι και να στεγανοποιήσει. Το τελευταίο στάδιο είναι να πάρουμε το διαβήτη να μετρήσουμε την περίμετρο στο άνοιγμα του βαρελιού. Πρέπει να είναι έξι μήκη για να είναι σωστό και καταλήγουμε να χαράξουμε το καπάκι, που θα κοπεί στην κορδέλα για να πάρει την τελική του μορφή, να γυαλιστεί και να φύγει για το τυροκομείο.
Ένας καλός μάστορας βαρελοποιός, πόσα βαρέλια μπορεί να φτιάξει την ημέρα, αν έχει έτοιμα όλα τα υλικά; Είναι πιο σύνθετο από ό,τι το περιγράφετε, διότι για παράδειγμα τη μια βδομάδα τα στήνουμε, την άλλη τα βράζουμε, την άλλη ετοιμάζουμε τα καπάκια. Δηλαδή από την αρχή μέχρι το τέλος θα κάνει 6-7 βαρέλια την ημέρα. Αν το δούμε, όμως, σε ετήσια βάση, από το ξεκίνημα στο δάσος όπου θα πάει για να διαλέξει τα σωστά δέντρα, έως τη συναρμολόγηση, ένας καλός βαρελοποιός κάνει από 2.000 έως 2.500 βαρέλια το χρόνο.
Το αφιέρωμα βρίσκεται διαθέσιμο στο περιοδικό Τυροκόμος που κυκλοφορεί
Πόσο έχει αλλάξει το επάγγελμα του βαρελοποιού με την έλευση των μηχανημάτων, σε σχέση με το παρελθόν που όλα γινόταν με το χέρι; Τα μαστόρια όταν τα έκαναν χειροποίητα, δούλευαν πολύ πιο σκληρά, αλλά και με περισσότερη τέχνη. Τώρα είναι αλήθεια ότι τα μηχανήματα μάς έχουν βοηθήσει στη δουλειά μας, η οποία και πιο εύκολα γίνεται και περισσότερη παραγωγή βγαίνει.
Σας έχουν λύσει τα χέρια; Για να καταλάβετε, παλιά μας έπεφταν τα χέρια να κάνουμε 5 βαρέλια την ημέρα. Τώρα αν ζοριστείς λίγο παραπάνω, μπορείς να κάνεις και δέκα. Παλιά τα πλανίζαμε με το ροκάνι, ενώ τώρα έχουμε αυτόματα μηχανήματα, τότε τα σκίζαμε με το πελέκι και τώρα τα βάζουμε στην κορδέλα, τότε καρφώναμε τα στεφάνια στο αμόνι και τώρα υπάρχει περτσιναδόρος. Ρυθμίζεις τα μηχανήματα και στο βγάζει όπως θέλεις, εύκολα και με ακρίβεια. Έχει αλλάξει πολύ η τεχνολογία στα βαρέλια.
Τα αγαπάτε τα βαρέλια; Φαντάζεστε να κάνετε κάτι άλλο; Αν δεν δω βαρέλι μια μέρα δεν γίνεται. Πενήντα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά. Με έζησε. Με αυτό μεγάλωσα τα παιδιά μου, με αυτό τα σπούδασα και με αυτό έκανα ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου. Καμιά φορά δεν έχω φανταστεί τίποτε άλλο. Για εμένα η ζωή μου ήταν τα βαρέλια, τα άλογα και η οικογένειά μου, τίποτε άλλο.
Η σύζυγος όλα αυτά τα χρόνια τι έλεγε; Η σύζυγος μεγάλωνε τα παιδιά. Έχω τρεις κόρες, καθηγήτριες. Αλλά και εγώ όταν πήγαινα στα Καλάβρυτα δεν καθόμουν σερί 5-6 μήνες. Κάθε μήνα ερχόμουν μια εβδομάδα και έφευγα ξανά. Αυτή ήταν η δουλειά. Λίγο στενάχωρα, αλλά έπρεπε να μεγαλώσουμε τα παιδιά. Γι' αυτό τα έκανα όλα. Δεν τους έλειψε τίποτε. Η απουσία μου όμως δεν αναπληρώνεται.
Είναι εμφανές πως σας στενοχωρεί αυτό; Πάρα πολύ. Και είναι το μόνο. Μπορεί να έκανα μια μικρή περιουσία, αλλά αυτά που έχασα δεν αναπληρώνονται. Η απουσία της οικογένειας ήταν αισθητή. Το σκέφτομαι πολλές φορές και τρελαίνομαι. Μου έλειψαν πάρα πολύ. Δεν κατάλαβα πώς μεγάλωσαν τα παιδιά μας. Η γυναίκα μου τα έκανε όλα. Είναι δυνατός χαρακτήρας, καλή μάνα και τα μεγάλωσε.
Είπατε νωρίτερα πως εκτός από τα βαρέλια και την οικογένεια, η ζωή σας είναι και τα άλογα… Έχω μεγάλη αδυναμία στα άλογα. Φανταστείτε ότι τα καλοκαίρια τα φέρνω στο Μέτσοβο από τα Καλάβρυτα και το φθινόπωρο ακολουθώ το αντίθετο δρομολόγιο. Έχω μια αλογιέρα και τα βάζω μέσα, ανά δύο -δύο, πάω και έρχομαι τρεις φορές στα Καλάβρυτα και τα μεταφέρω. Την άνοιξη τα ίδια.
Πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση; Τα άλογα τα αγαπούσα από μικρός γιατί και ο πατέρας μου είχε. Ήταν κτηνοτρόφος. Έμπαινα καβάλα από 8-10 ετών και τα αγάπησα. Από τότε πάντα έχω άλογα. Είναι ειδικής ράτσας. Δεν καλπάζουν όπως εκείνα του ιπποδρόμου. Είναι πλαγιοτροχαστές, όταν βαδίζουν κινούν ταυτόχρονα το δεξί μπροστινό και το δεξί πίσω πόδι και αντίστοιχα από αριστερά. Πάω και σε αγώνες. Μαζευόμαστε για παράδειγμα στην Ακράτα, 60-70 άλογα και κάνουμε αγώνες ή στη Βόνιτσα. Δύο χωριά με πολλά άλογα. Πάμε επίσης στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Σιάτιστα, στην Ηγουμενίτσα και στους αγώνες αυτούς τα τρία πρώτα άλογα παίρνουν βραβείο. Αν όμως μέσα στην πίστα που καλπάζει χάσει τον πλαγιοτροχασμό, ο κριτής σε κόβει. Είναι όπως στο μπάσκετ όταν κάνεις βήματα. Έχει τιμωρία…
Είστε αναβάτης δηλαδή… Ναι εδώ και χρόνια, μέρα πάρα μέρα το απόγευμα θα ανέβω να κάνω μια βόλτα. Παίρνω πότε το ένα και πότε το άλλο άλογο για να μην τα κουράζω.
Πόσα άλογα έχετε; Έχω επτά τώρα και είναι ράτσα δική μου. Ζευγάρωσα τις φοράδες μου στο Αγρίνιο που έχουν καλά άλογα και έχω τα δικά μου. Αδυναμία μου είναι το μαύρο χρώμα και γι' αυτό όλα μου τα άλογα είναι «καράδες». Δεν υπάρχει άσπρο. Και τα αυτοκίνητά μου και αυτά μαύρα είναι.
Γιατί αυτή η εμμονή με το μαύρο; Ένα άλογο ακόμη και αν έχει τις ίδιες αντοχές και την ίδια ηλικία, το μαύρο θα κάνει 10.000 ευρώ και το άσπρο 5.000 ευρώ στη μισή τιμή. Έχουν άλλη χάρη τα μαύρα.