Η κόντρα εδραίωσης νέων εμπορικών και γεωπολιτικών ισορροπιών που σημάδεψε το 2019 φαίνεται πως έχει πλέον προεξοφληθεί ως ένα βαθμό από τις αγορές, όσο παράλληλα φρενάρονται οι άμεσες ανησυχίες αφού ΗΠΑ και Κίνα έρχονται πιο κοντά σε μια συμφωνία
Το κλείσιµο των «διεθνών εκκρεµοτήτων» του 2019 δίνει την εντύπωση πως η παγκόσµια οικονοµία βρίσκει ξανά τον χαµένο της βηµατισµό µε τα χρηµατιστήρια σε Ευρώπη και ΗΠΑ να πετυχαίνουν εντυπωσιακές επιδόσεις, όσο η δραστηριότητα αµερικανικών εταιρειών ανακάµπτει και οι βιοµηχανικοί και καταναλωτικοί δείκτες στην Κίνα επιταχύνουν.
Φαίνεται πως τελικά το 2019 αποχωρεί µε λιγότερη αβεβαιότητα από όση έφερε, µε τις αναλύσεις ωστόσο να µην έχουν προλάβει ακόµα να αποτυπώσουν την αναµενόµενη αλλαγή στις εκτιµήσεις ανάπτυξης της παγκόσµιας οικονοµίας, η οποία υπολογίζεται στο 2,9% για το 2020.
Στο πλαίσιο αυτό ορισµένα από τα πιο βασικά αγροτικά εµπορεύµατα αναµένεται να ακολουθήσουν µια ελαφρώς διαφορετική πορεία από αυτήν που καταγράφηκε µέχρι τώρα. Στο βαµβάκι µια µείωση της παραγωγής από την πλευρά των ΗΠΑ είναι πιθανή, µε την Rabobank να αξιολογεί πως δεν αποκλείεται µια επιστροφή χρηµατιστηριακά στα 72 σεντς ανά λίµπρα.
Για τα σιτηρά, έκθεση της Κοµισιόν αναµένει µια µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων, ενώ ειδικά για το σκληρό µέχρι το 2030 η παραγωγή θα κυµαίνεται µερικές χιλιάδες τόνους πάνω από τα επίπεδα που σηµειώθηκαν το 2019, επιτρέποντας ανάκαµψη τιµών. Στο ελαιόλαδο, οι αυξηµένες παραγωγές αναµένεται να συνεχιστούν, µε την ζήτηση ωστόσο να βαίνει αυξανόµενη ετησίως κατά 3,3%, κάνοντας τους όγκους παραγωγής περισσότερο διαχειρίσιµους.
ΣΤΗΡΙΞΗ ΑΓΟΡΑΣ
Αυτό που σώζει τις αγορές αγροτικών εµπορευµάτων το 2020 σύµφωνα µε τη Rabobank από την προσγειωµένη ζήτηση, θα είναι οι µετριασµένες παραγωγές που αναµένονται το επόµενο έτος σε βασικά εµπορεύµατα όπως καλαµπόκι και βαµβάκι. Για το καλαµπόκι, οι Αµερικανοί στράφηκαν σε άλλες καλλιέργειες και το προϊόν είδε βελτίωση τιµής, λόγω περιορισµένης προσφοράς. Στήριξη αναµένεται και στο βαµβάκι αν δεν υπάρξει νέα αναζωπύρωση του εµπορικού πολέµου.
Ανακάμπτει το βαμβάκι
Σε τροχιά οικονοµικής ανάπτυξης τοποθετεί η έκθεση της Rabobank για τις προοπτικές των αγροτικών προϊόντων µέσα στο 2020, τον κλάδο του βάµβακος. Ωστόσο προαπαιτούµενο για τη στήριξη του προϊόντος θεωρεί πως είναι η επίλυση της διαµάχης ανάµεσα σε ΗΠΑ και Κίνα σε τέτοιο βαθµό που να επιτρέπει τουλάχιστον την επανεκκίνηση των εξαγωγών αµερικανικού βάµβακος προς την ασιατική υπερδύναµη. Ωστόσο ακόµα και έτσι, σύµφωνα µε άλλους αναλυτές, ο δρόµος προς την ανάκτηση µεριδίων που κέρδισαν µέσα σε ενάµιση χρόνο χώρες, όπως η Βραζιλία θα είναι µια δύσκολη υπόθεση, κάτι που θα υποχρεώσει τους Αµερικανούς να βγουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η τράπεζα δεν αποκλείει το ενδεχόµενο επιστροφής στα επίπεδα των 72 σεντς ανά λίµπρα µέχρι το τέλος του 2020. Από την άλλη η δυσπιστία και η απογοήτευση των Αµερικανών παραγωγών θα οδηγήσει παράλληλα σε µια µείωση των εκτάσεων µε βαµβάκι στις ΗΠΑ, που µπορεί να ξεπεράσει και τα 12 εκατ. στρέµµατα σύµφωνα µε εκτιµήσεις του τµήµατος Βάµβακος του Πανεπιστηµίου A&M Texas.
Μείωση στρεµµάτων στις ΗΠΑ
Εκεί, ο καθηγητής οικονοµικών Τζον Ρόµπινσον, υποστηρίζει ότι µια εκεχειρία ανάµεσα στις δυο υπερδυνάµεις θα έθετε αυτοµάτως τις βάσεις για µια διόρθωση της αγοράς, η οποία ωστόσο εξακολουθεί, κοιτάζοντας κανείς την µεγάλη εικόνα, όλο αυτό το διάστηµα να επηρεάζεται ουσιαστικά από τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης παρά τα όσα ράλι κατέγραψε µε αφορµή τις φήµες επίλυσης της διαµάχης. Για τον λόγο αυτό, η επιστροφή σε µια υγιή εµπορική εικόνα θα καθυστερήσει.
«Οι αγορές δεν µπορεί να ανέβουν ψηλά και να παραµείνουν στα υψηλά. Κατά πάσα πιθανότητα θα υποχωρήσουν και πάλι, ωστόσο στην στήριξη των τιµών θα παίξει καθοριστικό ρόλο η µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων στις ΗΠΑ που µπορεί να φτάσει και τα 12 εκατ. στρέµµατα. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσµα την µείωση των αποθεµάτων της χώρας, διαµορφώνοντας, µε τα σηµερινά πάντα δεδοµένα, θετικές προοπτικές και για το 2021» αναφέρει ο ίδιος. Ας σηµειωθεί ότι για την τρέχουσα εµπορική περίοδο καλλιεργήθηκαν 42 εκατ. στρέµµατα στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, η αγορά της Κίνας θα συνεχίσει να αποτελεί στοίχηµα, αφού όταν το 2016 και 2017 οι ΗΠΑ κάλυπταν το 45% της αγοράς αυτής, τα δύο τελευταία έτη το µερίδιο υποχώρησε κατά 18%. Από την άλλη η Βραζιλία ανέβασε το µερίδιό της στην Κίνα από το 7% που είχε το 2017, στο 23% µέσα στο 2018. Αυτό το χαµένο µερίδιο έχει άµεσο αντίκτυπο στις εξαγωγές βάµβακος αλλά και στις τιµές του προϊόντος.
Με θετικό πρόσηµο ως το τέλος του 2029
Περιθώρια ενίσχυσης του αγροτικού εισοδήµατος εντοπίζει έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναλύει τον τρόπο µε τον οποίο οι τάσεις της αγοράς µεταφράζονται σε πωλήσεις και επιπλέον έξοδα για τους παραγωγούς. Η έκθεση λοιπόν υποστηρίζει, παίρνοντας ως δεδοµένο την αύξηση της αποδοτικότητας των εκµεταλλεύσεων αλλά και την ανάκαµψη των τιµών αγροτικών εµπορευµάτων, επικαλούµενη µκροοικονοµικούς παράγοντες όπως η αύξηση του παγκόσµιου πληθυσµού και η εισοδηµατική αναβάθµιση πολιτών της Ασίας και της Αφρικής, ότι µέχρι το τέλος της δεκαετίας που ξεκινά, τα εισοδήµατα των Ευρωπαίων παραγωγών µπορούν να ενισχυθούν. Ωστόσο το φαινόµενο αυτό αναµένεται να εκδηλωθεί µετά το δεύτερο µισό της δεκαετίας του 2020, αφού στις αρχές αναµένεται µια αναδιάρθρωση του εµπορίου και προσαρµογής της παραγωγής στα νέα δεδοµένα. Αυτό µάλιστα θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποχώρηση του αγροτικού εισοδήµατος, ειδικά στα παλιά κράτη µέλη. Παράλληλα, η µελέτη υποστηρίζει ότι θα µειωθεί
η ένταση του φαινοµένου έλλειψης εργατικών χεριών και η εκροή εργατών από την ύπαιθρο. Μάλιστα εκτιµά ότι στο πλαίσιο εκσυγχρονισµού της αγροτικής παραγωγής, το προφίλ των νέων απασχολούµενων στην ύπαιθρο θα είναι αναβαθµισµένο από άποψη κατάρτισης και περισσότερο καταρτισµένο.
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Μετά το δεύτερο µισό της δεκαετίας του 2020, η Κοµισιόν περιµένει ότι τα εισοδήµατα των Ευρωπαίων παραγωγών θα ενισχυθούν.
Υποχωρεί η παραγωγή σκληρού στην Ευρώπη
Κατά 4% µικρότερη παραγωγή σκληρού σιταριού αναµένει η Κοµισιόν µέχρι το 2030 συγκριτικά µε τον µέσο όρο της τρέχουσας πενταετίας, γεγονός που αποδίδεται στην µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων κατά 0,5% ετησίως από το 2020 µέχρι και το τέλος της επόµενης δεκαετίας.
Ωστόσο στα στοιχεία της Κοµισιόν, καταγράφουν µια αύξηση της παραγωγής για το επόµενο έτος, αφού από τους 7,9 εκατ. τόνους αναµένεται να φτάσει τους 9 εκατ. τόνους, µε την αύξηση να σηµειώνεται κυρίως σε Ελλάδα και Ιταλία. Από την άλλη, η κατανάλωση αναµένεται να υποχωρήσει κατά 0,7 εκατ. τόνους, για να ανακάµψει και πάλι µέχρι το 2025 στους 9,2 εκατ. τόνους και να παραµείνει σταθερή µέχρι και το 2030. Μέχρι τότε η παραγωγή θα έχε επιστρέψει στους 8,2 εκατ. τόνους.
Σύµφωνα µε την έκθεση, η παγκόσµια κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφής θα αυξάνεται καθώς και η αυτάρκεια σε ορισµένα µέρη του κόσµου. Αυτό θα έχει αντίκτυπο στο παγκόσµιο εµπόριο και θα προσφέρει ευκαιρίες σε ορισµένες αγορές γεωργικών προϊόντων της ΕΕ, ενώ παράλληλα θα δηµιουργήσει αύξηση του ανταγωνισµού για άλλες. Για παράδειγµα, η έκθεση προβλέπει αύξηση της παγκόσµιας ζήτησης για τα σιτηρά, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγής σιταριού της ΕΕ, παρά την αύξηση του ανταγωνισµού από τη Μαύρη Θάλασσα.
Η συνολική γεωργική γη αναµένεται να µειωθεί στην ΕΕ κατά την περίοδο των προβλέψεων, φθάνοντας τα 178,3 εκατοµµύρια εκτάρια το 2030. Αντίθετα, η έκταση που χρησιµοποιείται για πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, ζωοτροφές και ελαιούχους σπόρους αναµένεται να αυξηθεί κατά 46%, 2% και 1% σε σύγκριση µε το 2020. το 2019, οι πιο σηµαντικοί παράγοντες για τους καταναλωτές της ΕΕ όταν αγοράζουν τρόφιµα περιλαµβάνουν το κόστος, την ασφάλεια των τροφίµων, την ηθική και τις πεποιθήσεις.
Αυτές οι ανησυχίες θα αποτελέσουν µια ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξη εναλλακτικών συστηµάτων διανοµής της παραγωγής, αλλά και την ανάγκη για άλλα πιστοποιηµένα προϊόντα τα οποία θα απαιτούν και πιστοποιηµένες πρώτες ύλες, για τις οποίες ανεβαίνε όλο και περισσότερο η ζήτηση.
Περνάει µπροστά η ΕΕ στο εµπόριο γαλακτοκοµικών µέχρι το 2030
Η ζήτηση για γαλακτοκοµικά προϊόντα ιδιαίτερα τυροκοµικά θα βαίνει αυξανόµενη, οδηγώντας σε άνοδο της παραγωγής γάλακτος στην ΕΕ για το χρονικό διάστηµα 2020-2030.
Μερίδιο 27% επί του παγκόσµιου εµπορίου γαλακτοκοµικών προϊόντων αναµένεται να ελέγχει ως το 2030 η Ευρωπαίκή Ένωση, αφήνοντας πίσω της τη Νέα Ζηλανδία µε µερίδιο 25% και τις ΗΠΑ (16%). Το ίδιο διάστηµα ωστόσο αναµένεται να σηµειωθεί µια µείωση των παγκόσµιων εισαγωγών γαλακτοκοµικών προϊόντων, περιορίζοντας έτσι τον όγκο των ευρωπαϊκών εξαγωγών.
Ωστόσο το κλειδί στην ανάπτυξη της παραγωγής και των εσόδων από το παγκόσµιο εµπόριο γαλακτοκοµικών βρίσκεται στο τυρί. Η ΕΕ θα ενισχύσει τη θέση της στο εµπόριο τυριών, το οποίο αναµένεται να συµβάλλει περισσότερο στο συνολικό ποσοστό εξαγωγής γαλακτοκοµικών στην ΕΕ, καλύπτοντας το 44% του όγκου. Μάλιστα τα τυροκοµικά θα απορροφήσουν το 24% της αύξησης παραγωγής γάλακτος που αναµένει η Ευρώπη ως το 2030. Επιπλέον, να σηµειωθεί πως πάνω από το 50% της αναµενόµενης αύξησης θα απορροφηθεί από τις ευρωπαϊκές αγορές και δη τη βιοµηχανία, µε κατεύθυνση τα έτοιµα γεύµατα και την εστίαση. Έτσι, η κατά κεφαλήν κατανάλωση τυρού στην ΕΕ αναµένεται να αυξηθεί κατά 1 κιλό ξεπερνώντας τα 20 κιλά ετησίως. Στις εξαγωγές, η ΕΕ θα ενισχύσει τις επιδόσεις της κατά 6%, µε µερίδιο µεγαλύτερο από το 1/3 του συνολικού παγκόσµιου εµπορίου.
Η ζήτηση για ελαιόλαδο επιστρέφει με αύξηση εξαγωγών 3,3% ετησίως
Δεν θα επεκταθεί σημαντικά ο ευρωπαϊκός ελαιώνας στη νέα δεκαετία, όμως αρχίζουν και αποδίδουν οι πρόσφατες φυτεύσεις
Η κατανάλωση ελαιολάδου αυξάνεται, µαζί της και οι εξαγωγές, ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να λύσει τον γρίφο των αποστολών σε µια βασική αγορά για το συγκεκριµένο προϊόν, αυτή των ΗΠΑ, προτού τα µερίδια των κρατών µελών βρεθούν στις λίστες ανταγωνιστριών τρίτων χωρών, όπως είναι η Τυνησία.
Αρχής γενοµένης από το 2020, οι ρυθµοί µείωσης της κατανάλωσης στα κράτη µέλη που παράγουν αναµένεται να προσεγγίσουν το 0% όταν τα προηγούµενα χρόνια η αγορές αυτές συρρικνώνονταν κατά 3% ετησίως, µε µια ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές κατά 3,3%, υπογραµµίζει η έκθεση της Κοµισιόν για τις προοπτικές των αγροτικών εµπορευµάτων µέχρι το 2030. Αύξηση 3,3% θα σηµειώσουν και οι εξαγωγές, µε βασικούς αγοραστές χώρες της Ασίας, στις οποίες προβλέπεται µεγάλη δυναµική που απορρέει από την ενίσχυση της δηµοτικότητας του προϊόντος συνδυαστικά µε την χαµηλή κατά κεφαλήν κατανάλωση.
Αυτό πάντως που ανησυχεί τώρα την ευρωπαϊκή βιοµηχανία ελαιολάδου, είναι η εξέλιξη της υπόθεσης µε τους αµερικανικούς δασµούς, αφού στις αρχές Ιανουαρίου αναµένεται να υπάρξουν νέες εξελίξεις, οι οποίες δεν αποκλείεται να φέρουν και ελαιόλαδα από την Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον.
Στην κοινοτική αγορά, καµπάνιες προώθησης που ήδη έχουν ξεκινήσει, είναι αυτές πάνω στις οποίες ποντάρει η Επιτροπή, προκειµένου να επιβεβαιωθούν τα νούµερα που αναµένει. Παράλληλα όµως αναµένεται µια αύξηση της παραγωγής κατά 400.000 τόνους, µε πρωταγωνιστή εδώ την Πορτογαλία, της οποίας οι δυνατότητες θα επεκταθούν κατά 88% συγκριτικά µε τον µέσο όρο της πενταετίας 2014-2018. Το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια φαίνεται πάντως ότι ατονεί, µε την αύξηση των καλλιεργούµενων εκτάσεων να βρίσκεται στο 0,2% ετησίως, ωστόσο ας σηµειωθεί ότι στο µεταξύ θα γίνουν παραγωγικά κτήµατα που έχουν εγκατασταθεί ήδη.
Η ζήτηση οσπρίων ένα βήµα µπροστά από την προσφορά
Μεγεθύνεται η αγορά οσπρίων της Ευρώπης, µε στοίχηµα την κάλυψη της από την ενδοκοινοτική παραγωγή. Ένα βήµα µπροστά από την παραγωγή προβλέπεται ότι θα βρίσκεται η ζήτηση για όσπρια στην ΕΕ, σύµφωνα µε την έκθεση, παρά το γεγονός ότι οι καλλιεργούµενες εκτάσεις θα αυξάνονται κατά 4% ετησίως µε την συνολική παραγωγή να φτάνει τους 6,3 εκατ. τόνους µέχρι το 2030. Η Κοµισιόν εκτιµά πως οι παραγωγή θα αυξηθεί µε πιο αργούς ρυθµούς σε σχέση µε την προηγούµενη περίοδο, µε τα έως τώρα δεδοµένα, αφού υπήρξαν πολιτικές κατά την τρέχουσα επταετία που ενίσχυσαν την παραγωγή για τις οποίες δεν υπάρχει ακόµα κάποια σαφής ένδειξη συνέχισής τους. Επιπλέον εκφράζει επιφυλάξεις αναφορικά
µε την εξέλιξη των καιρικών φαινοµένων, δεδοµένου ότι οι καλλιέργειες αυτές είναι ευαίσθητες στις µεταβολές του κλίµατος.
Αύξηση κατανάλωσης και δυναµικές εξαγωγές στη βιομηχανική ντομάτα, µε µοχλό τις απαιτήσεις της βιοµηχανίας και τα έτοιµα γεύµατα
Κατά 0,3% αναµένεται να αυξηθεί η κατανάλωση βιοµηχανικής ντοµάτας, στηριζόµενη από τις απαιτήσεις της βιοµηχανίας τροφίµων και της ενίσχυσης της αγοράς έτοιµων γευµάτων, υποστηρίζει η έκθεση της Κοµισιόν. Η Ιταλία αναµένεται να εκµεταλλευτεί σε µεγαλύτερο βαθµό τη συγκυρία, αυξάνοντας κατά 0,9% τις εξαγωγές της ανά έτος. Την ίδια στιγµή αυξάνονται οι αποδόσεις σε Πολωνία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, οδηγώντας σε µια αύξηση της παραγωγής της τάξης του 0,3%.
Σε ό,τι αφορά την επιτραπέζια ντοµάτα, ενισχύεται η τάση στροφής των καταναλωτικών προτιµήσεων στις µικρότερες ποικιλίες, µε την κατανάλωση και την παραγωγή να παραµένουν σταθερές. Τα 14 κιλά κατά κεφαλήν κατανάλωσης θα παραµείνει ο κανόνας στην Ευρώπη, µε την παραγωγή να σταθεροποιείται στους 7 εκατ. τόνους. Τόσο η παραγωγική περίοδος όσο και οι εκτάσεις αυξάνονται, ωστόσο θα αφορά σταθερά τις µικρές ποικιλίες ντοµάτας. Παράλληλα, ισχυρή αύξηση των εξαγωγών αναµένει η Κοµισιόν στην νωπή ντοµάτα, καταγράφοντας περιθώρια αύξησης τους κατά 3,6% ετησίως.