Σ’ αυτή φαίνεται ότι οι εκτάσεις µε σκληρό και µαλακό σιτάρι στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά περίπου 5%, έπειτα από τρεις χρονιές σταθερής µείωσης των στρεµµάτων, µε αποτέλεσµα η συνολική παραγωγή να µην ξεπεράσει το +9% στους 137 εκατ. τόνους και αυτό χάρη στην αυξηµένη χρήση προϊόντων θρέψης.
Όπως σχολιάζουν αναλυτές, η αύξηση της παραγωγής αποτιµάται από τους αναλυτές του FAO στους µόλις 6 εκατ. τόνους, προσεγγίζοντας τους 780 εκατ. τόνους. Κοινή οµολογία όλων των δραστηριοποιούµενων στον κλάδο είναι ότι τα αγροτικά εµπορεύµατα έχουν εισέλθει πλέον σε έναν ανοδικό κύκλο, ο οποίος σε συνδυασµό µε τις ανακατατάξεις που επέβαλε η πανδηµία, δεν µπορεί παρά να διατηρηθεί και για την επόµενη εµπορική περίοδο.
Σε πρώτη φάση η επίδραση των ενισχυµένων τιµών δείχνει ότι έχει απλωθεί και στην αλυσίδα των εισροών, µε τα προϊόντα θρέψης να έχουν καταγράψει ενίσχυση τιµών από 7 έως 50% σε ορισµένες περιπτώσεις. Η αντίδραση αυτή αποδίδεται στην επιδίωξη υψηλότερων αποδόσεων από τους παραγωγούς. Την ίδια στιγµή, τα τυπογραφία των κεντρικών τραπεζών φαίνεται ότι έχουν πάρει φωτιά, µε το φθηνό χρήµα στις αγορές, να στρέφει αρκετούς επενδυτές στις αγορές εµπορευµάτων όπου οι µακροπρόθεσµες τοποθετήσεις σε περαιτέρω άνοδο διαµορφώνουν τη βασική στρατηγική τους, ειδικά στην περίπτωση των αγροτικών commodities.
Βολεύτηκε στα υψηλά το σκληρό σιτάρι
Μια επανάληψη της περσινής συγκυρίας που ανέβασε την τιµή του σκληρού σίτου στα 25 λεπτά το κιλό κατά τα αλώνια, αναµένει η αγορά για τη φετινή χρονιά. Τόσο τα επίπεδα των τιµών σε Ελλάδα και Ιταλία, όσο και οι ποσότητες των αποθεµάτων κατά τους τελευταίους µήνες της τρέχουσας εµπορικής περιόδου είναι αντίστοιχες µε εκείνες που διαµορφώθηκαν την άνοιξη του 2020.
Όπως επισηµαίνουν αναλυτές στην Agrenda, η µόνη διαφορά θα µπορούσε να είναι το γεγονός ότι πέρυσι τα επίπεδα τιµών που ακούγονται τώρα στην αγορά, δηλαδή τα 24 µε 25 λεπτά για τη δεύτερη ποιότητα και τα 27 µε 30 λεπτά για την πρώτη ποιότητα, ήρθαν µερικές εβδοµάδες αργότερα, τον Απρίλιο του 2020. Με άλλα λόγια, ήδη η αγορά βρίσκεται σε ένα επίπεδο πέρα από το οποίο θα µπορούσε να διαµορφωθεί µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως θα µπορούσε να είναι µια εκτεταµένη καταστροφή σε µεγάλα παραγωγικά κέντρα της ευρύτερης γειτονιάς.
Ενδείξεις για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν. Αντιθέτως, ήδη από το περασµένο φθινόπωρο έχει καταστεί σαφές πως οι εκτάσεις θα είναι αυξηµένες, ενώ καταβάλλονται και προσπάθειες από τους παραγωγούς προκειµένου να ενισχυθούν και οι αποδόσεις µε επενδύσεις σε εισροές. Η προοπτική λοιπόν µιας χρονιάς µε µεγαλύτερη παραγωγή δείχνει να µην έχει θορυβήσει την αγορά. Οι εξαγωγές συνεχίζονται µε τιµές στα 285 ευρώ ο τόνος FOB λιµάνι µας για µέτριας ποιότητας σιτάρια, ποσό που χοντρικά µεταφράζεται σε 24 µε 25 λεπτά στον παραγωγό.
Μάλιστα, έπειτα από τη διόρθωση στον δείκτη τιµών της Φότζια την προηγούµενη εβδοµάδα, έγιναν συζητήσεις προκειµένου να υποχωρήσει και στην Ελλάδα η τιµή εισαγωγής, µε το εµπόριο να µην βρίσκει πρόθυµους εξαγωγείς που να είναι διατεθειµένοι να ρίξουν τις τιµές.
Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, λοιπόν, µερικές πρώτες εκτιµήσεις αναλυτών βλέπουν την αγορά στα αλώνια να ξεκινά σε επίπεδα παρόµοια µε τα περσινά, δηλαδή πέριξ των 25 λεπτών το κιλό για την πρώτη ποιότητα. Όπως εξηγούν, η αγορά δεν έχει τα περιθώρια να κινηθεί περαιτέρω ανοδικά, αλλά από την άλλη χρονιές όπως αυτές της προηγούµενης τριετίας που κράτησαν την τιµή παραγωγού ακόµα και κάτω από τα 20 λεπτά το κιλό φαντάζουν εξίσου απίθανες να επαναληφθούν µε τη δεδοµένη συγκυρία.
Μείωση της παραγωγής Ρωσίας, Καναδά
Τη φετινή εξίσωση που θα ορίσει και την πορεία των αγορών ιδίως στην Ευρώπη, αναµένεται ότι θα επηρεάσει η µειωµένη παραγωγή σιταριού σε Ρωσία και Καναδά. Και οι δύο περιοχές τοποθετούνται µε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιµές στην ευρωπαϊκή αγορά, ενώ κατά την περσινή καλλιεργητική περίοδο, κατάφεραν να αλωνίσουν αρκετά µεγάλες ποσότητες σκληρού σίτου. Ωστόσο η φετινή περίπτωση θα είναι διαφορετική κι αυτό γιατί η µεν Ρωσία αντιµετώπισε δύσκολες συνθήκες την περίοδο σποράς που θα έχουν αντίκτυπο στις τελικές αποδόσεις και ο δε Καναδάς, απερχόµενος από µια χρονιά µε µεγάλες αποδόσεις, φαίνεται ότι θα στραφεί στις ενεργειακές καλλιέργειες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόµα κάποια επίσηµη καταγραφή από διεθνή οργανισµό.
Στη Ρωσία, πέραν της µείωσης της παραγωγής κατά περίπου 7 εκατ. τόνους, η χώρα έχει επιβάλει υψηλή φορολογία και αυστηρές ποσοστώσεις στις εξαγωγές σκληρού σίτου, σε µια προσπάθεια να αποφύγει την κατακόρυφη αύξηση των τιµών στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό αναµένεται να φέρει ενίσχυση των τιµών εξαγωγής του σκληρού της περιοχής, οι οποίες µέχρι σήµερα ήταν οι πιο ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές.
Σε κυνήγι αποδόσεων οι παραγωγοί
Το ανοδικό σπιράλ στις διεθνείς αγορές αγροτικών εµπορευµάτων φαίνεται ότι έχει παρασύρει τους αγρότες σε παγκόσµια κλίµακα σε ένα κυνήγι αποδόσεων το οποίο µε τη σειρά του ωθεί στην άνοδο τις τιµές των εισροών. Σε αφιέρωµα του ενθέτου Fertilizer Management της Agrenda, φιλοξενείται εκτενές ρεπορτάζ που καταγράφει την τάση αυτή της αγοράς. Μεταξύ άλλων, καταγράφονται ήδη αυξήσεις από 7% έως 50% σε µια σειρά βασικών πρώτων υλών προϊόντων θρέψης, µε ορισµένους ωστόσο να σηµειώνουν ότι πρόκειται επί της ουσίας για µια επιστροφή της αγοράς σε «φυσιολογικά» επίπεδα που χάθηκαν την τελευταία πενταετία, όταν και οι αγορές αγροτικών προϊόντων έδειχναν εγκλωβισµένες σε µια µάλλον υφεσιακή καµπή.
Το στοιχείο του εντυπωσιασµού πάντως έγκειται στο χρονικό διάστηµα µέσα στο οποίο καταγράφηκε η «έκρηξη» των τιµών των εισροών. Φυσικά αυτή η ευµεταβλητότητα πρέπει να ειδωθεί, σύµφωνα µε αρκετούς, σε συνάρτηση και µε την κρίση στην οποία εγκλωβίστηκε την άνοιξη του 2020 η αγορά πετρελαίου, οι τιµές του οποίου πλέον δείχνουν να βρίσκονται σε σταθερή τροχιά ανάκαµψης.