Ένα δυναµικό εξάµηνο για τις τιµές των αγροτικών εµπορευµάτων στην Ευρώπη, µε προοπτικές διατήρησης των κεκτηµένων υψηλών σε βάθος δεκαετίας προεξοφλούν δύο ειδικές εκθέσεις της Κοµισιόν και του ΟΟΣΑ. Στην περίπτωση της Κοµισιόν, ο χρονικός ορίζοντας της µελέτης απλώνεται µέχρι το τέλος του έτους, µε τις προοπτικές για βασικά αγροτικά προϊόντα όπως τα σιτηρά, το γάλα και το ελαιόλαδο να αποτυπώνονται θετικές για την πορεία των τιµών. Στην περίπτωση του ελαιολάδου τα τελικά αποθέµατα περιορίζονται στους 400.000 τόνους, στα σιτηρά η παραγωγή αυξάνεται ελαφρώς κατά 3,5% όσο η ζήτηση παραµένει ισχυρή και τα αποθέµατα εξαντληµένα, ενώ στην περίπτωση των γαλακτοκοµικών προϊόντων εκτιµάται πως οι τιµές στο αγελαδινό και το πρόβειο γάλα θα ενισχυθούν σηµαντικά το προσεχές διάστηµα, απορροφώντας το επιπλέον κόστος µε το οποίο επιβαρύνονται οι κτηνοτρόφοι λόγω της αύξησης στις τιµές ζωοτροφών έως και 30%.
Συγκεκριµένα, η Κοµισιόν κάνει λόγο για αύξηση των παραδόσεων γάλακτος σε ποσοστό της τάξης µόλις του 0,8%, µε τις εξαγωγές να ενισχύονται κατά 7% όσο η τιµή για το βούτυρο (αποτελεί ενδεικτικό δείκτη για τις τιµές του γάλακτος) βρίσκονται ήδη στο +5% επί του µέσου όρου 5ετίας.
Σβήνει το ράλι λέει ο ΟΟΣΑ
Σε ρόλο πυροσβεστήρα για τις αγορές αγροτικών προϊόντων ο Οργανισµός Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ο FAO (Οργανισµός Τροφίµων και Γεωργίας του ΟΗΕ), εκτιµούν ότι το ράλι τιµών δεν αναµένεται να συνεχιστεί. Τα γραφήµατα που παραθέτει η πολυσέλιδη ανάλυση για τις προοπτικές των αγορών αγροτικών προϊόντων δείχνουν τη σταθεροποίησή τους σε επίπεδα τιµών γύρω από αυτά που διαµορφώνει σήµερα η αγορά, µε καθοδική τάση 0,5% περίπου στην πλειοψηφία των αγορών. Υπό αυτό το πρίσµα, αν και δεν διατυπώνεται µε σαφήνεια στην έκθεση, φαίνεται πως η κερδοφορία στην αγροτική δραστηριότητα θα επιτευχθεί κυρίως µέσω της στροφής σε πράσινες πρακτικές παραγωγής, στις οποίες άλλωστε κατευθύνεται και το ενδιαφέρον των πολιτικών κέντρων εξουσίας της Ευρώπης, η οποία ως γνωστόν φιλοδοξεί να γίνει πρωτοπόρος σε αυτήν την υπό σχηµατισµό «πράσινη αγορά».
Κορεσµός στις µεγάλες αγορές
Η έκθεση του ΟΟΣΑ για τις αγορές αγροτικών προϊόντων αναµένει µια µετριοπαθή αύξηση της γενικότερης ζήτησης για αγροτικά εµπορεύµατα που περιορίζεται στο 1,2% µέχρι το 2030, κάνοντας λόγο για κορεσµό σε αρκετές καθοριστικές αγορές, όπως αυτές της Ευρώπης, των Ηνωµένων Πολιτειών και της Κίνας. Μάλιστα στην περίπτωση των δηµητριακών αναφέρεται στην έκθεση µια τάση σταθεροποίησης των διεθνών τιµών (ονοµαστικών) κοντά στα υφιστάµενα επίπεδα, που ωστόσο γυρνά σε αρνητικό πρόσηµο όταν γίνεται αναγωγή σε πραγµατικές τιµές, εξαιτίας των πληθωριστικών τάσεων.
Σε αντίθεση µε πλήθος αναλύσεων που προδιαγράφουν έναν µίνι ανοδικό υπερκύκλο, οι ειδικοί του ΟΟΣΑ επιφυλάσσονται, αναµένοντας ωστόσο απόκλιση από τις εκτιµήσεις τους στις τιµές των ζωοτροφών, λόγω της έντονης ζήτησης για γαλακτοκοµικά προϊόντα, που ακόµα δεν έχει κορυφωθεί στις ανερχόµενες αγορές. Κάτι τέτοιο αναµένεται να συµβεί µέσα στη δεκαετία, παρασέρνοντας και τις τιµές του καλαµποκιού.
Πλειοδοσία για τις ζωοτροφές
Οι κορυφαίοι καταναλωτές ζωοτροφών (δηλαδή Κίνα, Ηνωµένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση) θα συνεχίσουν να πλειοδοτούν για το ήµισυ της συνολικής ζήτησης ζωοτροφών έως το 2030. Ωστόσο, πολλές χώρες χαµηλού και µεσαίου εισοδήµατος θα σηµειώσουν ισχυρότερη αύξηση της ζήτησης ζωοτροφών κατά την επόµενη δεκαετία, καθώς οι τοµείς της κτηνοτροφίας τους µεγεθύνονται. Περίπου το 30% της πρόσθετης ζήτησης για ζωοτροφές θα προέρχεται από την Κίνα, όπου η ζήτηση αναµένεται να αυξηθεί 1% ετησίως µέχρι το 2030.
Τα αγροτικά μακροοικονομικά της δεκαετίας βάσει ΟΟΣΑ
Πετρέλαιο και εισοδήματα διαμορφώνουν τιμές και ζήτηση
Μετά την πτώση κατά 4,7% το 2020, το παγκόσµιο ΑΕΠ αναµένεται να ανακάµψει το 2021-2022 και να αυξηθεί κατά µέσο όρο 2,9% τα επόµενα δέκα χρόνια εκτιµά η έκθεση του ΟΟΣΑ, που ωστόσο σηµειώνει ότι όποια καταναλωτική τάση στην περίπτωση των αγροτικών προϊόντων εκδηλωθεί, αυτή αποδίδεται στις πληθυσµιακές µεταβολές. Σηµειώνεται ότι σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ, ο παγκόσµιος πληθυσµός θα φτάσει τους 8,8 δισ. ανθρώπους ως το 2030, µε ετήσιο ρυθµό αύξησης 0,9% από 1,2% που ήταν την προηγούµενη δεκαετία.
Η παγκόσµια οικονοµία θα πρέπει να ανακάµψει στο προ πανδηµίας επίπεδα έως το 2022.
Μάλιστα, η ανάκαµψη αναµένεται να είναι ταχύτερη στην Ασία.
Με τη ζήτηση για αγροτικά προϊόντα να µένει σχετικά σταθερή, ένας ακόµα παράγοντας που θα λειτουργήσει πληθωριστικά για τις τιµές, δίνοντας µάλιστα αρνητικό πρόσηµο στις πραγµατικές τιµές των αγροτικών προϊόντων σε ποσοστό κατά περίπου 0,5% είναι το πετρέλαιο.
Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ έρχονται σε συµφωνία µε αυτές που δίνει η Παγκόσµια Τράπεζα, ήτοι αύξηση από 43 δολάρια το βαρέλι το 2020 σε 74 δολάρια το βαρέλι ως το 2030 σε ονοµαστικούς όρους και 62 δολάρια το βαρέλι σε πραγµατικούς όρους.
Το αφιέρωμα βρίσκεται διαθέσιμο στην Agrenda που κυκλοφόρησε το Σάββατο 10 Ιουλίου
Ελάχιστη η µεταβολή σε διατροφικές συνήθειες
Εν τω µεταξύ παρατηρούνται δυο αντίθετες µεταξύ τους τάσεις µεταξύ των οικονοµικά ανεπτυγµένων περιοχών του πλανήτη και των αναπτυσσόµενων σε ό,τι αφορά στις διατροφικές συνήθειες, η οποία θα µπορούσε να ευνοήσει την παραγωγή τροφίµων µε προστιθέµενη αξία. Συγκεκριµένα, σε χώρες µε υψηλό εισόδηµα, η κατά κεφαλή διαθεσιµότητα τροφίµων δεν θα επεκταθεί σηµαντικά την επόµενη δεκαετία, αφού βρίσκεται ήδη σε υψηλά επίπεδα όσο η γήρανση του πληθυσµού στις περιοχές αυτές περιορίζει τις πρόσθετες απαιτήσεις σε θερµίδες.
Ωστόσο, η αύξηση του εισοδήµατος και η αλλαγή των προτιµήσεων των καταναλωτών θα αυξήσει την υποκατάσταση συµβατικών και έντονα επεξεργασµένων τροφίµων προς τρόφιµα υψηλότερης αξίας, συµπεριλαµβανοµένων φρούτων και λαχανικών και σε µικρότερο βαθµό σε προϊόντα ζωικής προέλευσης και φρέσκα γαλακτοκοµικά.
Στις χώρες µεσαίου εισοδήµατος, η διαθεσιµότητα κατά κεφαλήν τροφίµων αναµένεται να αυξηθεί κατά 4,5% έως το 2030. ∆εδοµένης της προβλεπόµενης υψηλής αύξησης εισοδήµατος και των ισχυρών προτιµήσεων για κρέας σε πολλές από αυτές τις χώρες, συµπεριλαµβανοµένης της Κίνας, το 32% των πρόσθετων θερµίδων θα παρέχονται από ζωικά προϊόντα και το 19% από φυτικά έλαια.
Η διαθεσιµότητα τροφίµων προβλέπεται να αυξηθεί κατά σχεδόν 8% στις χώρες µε χαµηλότερα και µεσαία εισοδήµατα κατά την δεκαετία που διανύεται καταγράφοντας τη µεγαλύτερη αύξηση σε όλες τις οµάδες εισοδήµατος.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ζωικών προϊόντων αναµένεται επίσης να αυξηθεί, κυρίως ως αποτέλεσµα της αύξησης της κατά κεφαλήν κατανάλωσης γαλακτοκοµικών προϊόντων στην Ινδία ο πληθυσµός της οποίας θα αυξηθεί κατά 200 εκατ. περίπου ανθρώπους µέχρι το 2030, ξεπερνώντας την Κίνα και δίνοντας ξανά ελπίδα σε όσους οικονοµολόγους είχαν εντοπίσει στην περίπτωση της Ινδίας τη κινητήριο δύναµη του επόµενου ανοδικού υπερκύκλου στην παγκόσµια οικονοµία.