Υπό αυτήν την έννοια, η φετινή παραγωγή στην Ελλάδα διατηρεί δυναµική περαιτέρω ενίσχυσης των τιµών, µε την αγορά αυτήν την περίοδο να έχει σταθεροποιηθεί γύρω από τα 290 - 300 ευρώ ο τόνος. Ωστόσο, προϋποθέσεις διατήρησης του εύρους των υψηλών διαµορφώνονται πλέον και στη διεθνή αγορά.
Και αυτό παρά την απότομη διόρθωση που επέβαλε στις αγορές την περασμένη Παρασκευή 26 Νοεμβρίου το άκουσμα της νέας μετάλλαξης του κορωνοϊού, με το νέο στέλεχος Όμικρον, να λειτουργεί ως βαλβίδα αποφόρτισης των διεθνών χρηματαγορών. Σε αυτήν τη φάση, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η ψυχολογία ανόδου θα διατηρηθεί, με τις αγορές ήδη να καλύπτουν μέρος των απωλειών.
Η προβληµατική ξεκινά από την αγορά πρώτων υλών για την παρασκευή προϊόντων θρέψης, η οποία διατηρείται σε ιστορικά υψηλά εδώ και µήνες, µε τις προοπτικές διόρθωσης να είναι ελάχιστες. Ρωσία και Κίνα έχουν περιορίσει αισθητά τις εξαγωγές ουρίας, µε την τιµή της να διαπραγµατεύεται όλο τον Νοέµβριο πάνω από τα 1.000 δολάρια ο τόνος, µε τα αζωτούχα λιπάσµατα, µια αγορά αξίας 53 δισ. ευρώ το 2020, να έχουν σχηµατίσει µεσοσταθµική αύξηση της τάξης του 80%.
Ταγμένη στην άνοδο η αγορά
Κύκλο ανόδου θυµίζουν οι ισορροπίες στην αγορά αγροτικών προϊόντων και όχι µια παροδική εµπορική αστάθεια, κάτι που φέρνει ξανά στο προσκήνιο εκτιµήσεις αναλυτών στην αρχή του έτους που έκαναν λόγο για συνθήκη υψηλών τιµές µε τουλάχιστον τριετή διάρκεια. Ενδεικτική η αγορά βάµβακος όπου ήδη κλείνονται συµβόλαια παράδοσης της παραγωγής του 2022 σε τιµές άνω των 90 σεντς, ενώ και στα σιτηρά µε δεδοµένη πλέον τη σοβαρή µείωση των παγκόσµιων αποθεµάτων, οι τιµές στη διεθνή αγορά επιµένουν στα υψηλά του εύρους.
Την ίδια στιγµή, οι ειδικοί των αγορών προδιαγράφουν πλέον ότι το κόστος της ενέργειας θα παραµείνει σε ιστορικά υψηλά όλο το α’ τρίµηνο του 2022, εξέλιξη µε άµεσες επιπτώσεις στην παραγωγή λιπασµάτων, κάτι που αναµένεται να προκαλέσει επιπλοκές µε την αγροτική παραγωγή παγκοσµίως, δίνοντας από τώρα αφορµή για προβληµατισµό αναφορικά µε τα µεγέθη των αναµενόµενων παραγωγών.
Στη χώρα µας, η νέα συνθήκη στις αγορές διαµορφώνει δύο ταχύτητες στην αγροτική δραστηριότητα. Από τη µια στις αροτραίες καλλιέργειες σιτηρά και βαµβάκι εµφανίζουν αποτελέσµατα ικανά να απορροφήσουν το κύµα ανατιµήσεων στο κόστος των εισροών και της ενέργειας. ∆εν ισχύει το ίδιο για τα κηπευτικά, µε εξαίρεση την πατάτα που µόλις τελευταία άρχισε να ανακάµπτει και να συγχρονίζεται µε το µοµέντουµ των διεθνών αγορών. Ούτε όµως για το ελαιόλαδο, όπου εδώ, το εγχώριο εµπόριο και ο ευρωπαϊκός κύκλος µεσαζόντων επιχειρούν ένα πισωγύρισµα µια χρονιά, κατά την οποία οι παραγωγές είναι ιδιαίτερα µικρές. Αντίστοιχες παραφωνίες µε το πνεύµα ανόδου έρχονται και από τη ζώνη αγελαδινού γάλακτος, όπου το τελευταίο διάστηµα διεκδικείται µια επανεξέταση των συµβολαίων.