Μια βαθύτερη μελέτη του θέματος δείχνει πως πίσω από την «αγαθή» πρόταση του ιεράρχη, υποβόσκει η αγωνία των πατέρων της εκκλησίας να κλείσουν τους «ανοικτούς λογαριασμούς» με την Πολιτεία όσον αφορά τη νομιμοποίηση και μη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, ενώ δεν λείπουν και οι «δεύτερες σκέψεις» προς την κατεύθυνση της «απελευθέρωσης» για αστική αξιοποίηση κάποιων εκτάσεων με ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική αξία.
Είναι βέβαιο ότι οι πιέσεις των τροϊκανών και το κλίμα υπέρ της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας ανεξαρτήτως κατόχου, σε συνδυασμό με το κλίμα που διαμορφώνεται στην κοινή γνώμη σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα, έχουν ανησυχήσει την Ιερά Σύνοδο, τα μέλη της οποίας αναζητούν τρόπους διαφυγής από τα «δίχτυα» της εφορίας, χωρίς βέβαια να τεθεί σε κίνδυνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει αυτή την περιουσία.
Υπ’ αυτή την έννοια, η διάθεση για προσωρινή χρήση αυτής της περιουσίας σε ακτήμονες γεωργούς, μπορεί να λειτουργήσει ως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα απαλλάξει τους ιεράρχες από τα φορολογικά βάρη, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα την «ιδιοκτησιακή» τους σχέση με τα αντίστοιχα ακίνητα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας φτάνει τα 1.300.000 στρέμματα, εκ των οποίων 732.000 είναι βοσκότοποι, 367.000 δασικές εκτάσεις και 189.000 γεωργικές. Περίπου 400.000 στρέμματα χαρακτηρίζονται ως «διακατεχόμενα», καθώς δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας.