Η ζήτηση γάλακτος θα αυξηθεί γρηγορότερα από τη διαθεσιµότητα και οι τεχνολογικές λύσεις για µεγάλα δεδοµένα θα εξυπηρετήσουν την αλυσίδα παραγωγής γάλακτος ώστε να εντοπιστούν οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου. Αυτό προέκυψε µεταξύ άλλων στο 16ο Συνέδριο του IFCN, που διεξήχθη στην Πάρµα της Ιταλίας στις 11-13 Σεπτεµβρίου, µε το ∆ιεθνές ∆ίκτυο Σύγκρισης Φάρµας να παρουσιάζει τις µακροπρόθεσµες και τις βραχυπρόθεσµες προβλέψεις του για τις αγορές γάλακτος του µέλλοντος και για την εξέλιξη της τιµής του γάλακτος µε βάση στοιχεία από το 1996 από περισσότερες από 200 χώρες.
Φέτος, 120 συµµετέχοντες από περισσότερες από 80 εταιρείες εστίασαν στην εικόνα του γάλακτος παγκοσµίως το έτος 2030 και στην ερώτηση «Πώς τα µεγάλα δεδοµένα (Big Data) θα αλλάξουν τις φάρµες γάλακτος και την αλυσίδα τροφοδοσίας στο µέλλον». Το IFCN έδειξε ότι η ανάπτυξη της ζήτησης έως το 2030 εκτιµάται στους 304 εκατ. τόνους γάλακτος τύπου ECM, που αντιπροσωπεύει την τρέχουσα παραγωγή στις ΗΠΑ επί τρία. Για να ενεργοποιηθεί η παραγωγή που απαιτείται για αυτό το µέγεθος µια παγκόσµια τιµή γάλακτος µεγαλύτερη από 40 δολάρια/100 κιλά γάλακτος τύπου ECM είναι αναγκαία.
Μετά την κρίση στο γάλα το 2016, οι τιµές στις φάρµες σταθεροποιήθηκαν στα 35 δολάρια/100 κιλά γάλακτος τύπου ECM. Το IFCN προβλέπει περαιτέρω σταθεροποίηση της τιµής καθώς η ζήτηση µεγαλώνει γρηγορότερα από τις προµήθειες. O Torsten Hemme διευθυντής µάνατζµεντ του IFCN σηµείωσε ότι «το 16ο Συνέδριο δηµιούργησε την ευκαιρία για τη βιοµηχανία γάλακτος να γνωρίσει νέα τεχνολογικά εγχειρήµατα και να ανακαλύψει τι θα σήµαινε µια ψηφιακή αναταραχή για τη βιοµηχανία και για κάθε κρίκο στην αλυσίδα παραγωγής».
Ο στόχος της µακροπρόθεσµης επεξεργασίας είναι να παρασχεθεί στους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής µια ακριβέστερη εικόνα για το µέλλον. Μεγάλα δεδοµένα στη γεωργία σηµαίνει µεγάλες ενότητες δεδοµένων που παράγονται στις φάρµες, τα οποία γίνονται όλο και πιο σηµαντικά λόγω αυξανόµενης χρήσης τεχνολογιών, όπως αισθητήρες και κάµερες. Παρόλα αυτά, η απλή αποθήκευση δεδοµένων παρέχει λίγη αξία-τα δεδοµένα µετατρέπονται σε πλεονεκτήµατα όταν αναλύονται µέσα στον Η/Υ για να αποκαλύψουν τάσεις και συσχετισµούς.
Ο τοµέας γάλακτος µε τη συνθετότητά του συνεπάγεται µεγάλες προκλήσεις λόγω υψηλού ρυθµού σηµαντικών αλλαγών που επηρεάζονται από οικονοµικο-πολιτικές αποφάσεις. «Μπαίνουµε σε µια νέα εποχή όπου οι τεχνολογικές εφαρµογές, η ακρίβεια και το κόστος φτάνουν σε ένα σηµείο όπου πολλαπλές πηγές πληροφόρησης και ιδέες θα συσχετίζονται για να λύσουν προβλήµατα έγκαιρα». παρατήρησε ο Ricardo Daura, διευθυντής της γραµµής παραγωγής στην Cargill.
To IFCN εκτίµησε ότι η αγορά γάλακτος το 2019 θα επηρεαστεί υπερβολικά από τις καταστάσεις που παρατηρήθηκαν το 2018, όπως οι καιρικές ανωµαλίες που είχαν αντίκτυπο στην παραγωγή τροφής, τη ζήτηση για εισαγωγές και την ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Μια ταχεία επιβράδυνση της ανάπτυξης αποθεµάτων γάλακτος παγκοσµίως που έφτασε το 1,6% τον Αύγουστο σε σύγκριση µε το 3,1% τον Ιανουάριο υποβοήθησε τη σταθεροποίηση της τιµής στα 35 δολάρια/100 κιλά ECM.
Αλυσίδα γάλακτος: Λιγότερες φάρμες, αλλά με αυξημένο ζωικό κεφάλαιο
Σήµερα η γαλακτοβιοµηχανία εξυπηρετεί πάνω από 7 δις καταναλωτές και εξασφαλίζει εισόδηµα σε περίπου ένα δις ανθρώπους στην αλυσίδα γάλακτος. Οι προβολές του IFCN για το 2030, αν συγκριθούν µε το 2017, δείχνουν 64% αύξηση της παραγωγής γάλακτος στη Νότια Ασία, 14% στη ∆υτική Ευρώπη, 26% στη Βόρεια Αµερική, 22% στην Ανατολική Ευρώπη και την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS), 33% στη Λατινική Αµερική, 24% στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, 27% στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, 36% στην Αφρική και 22% στην Ωκεανία.
Τα επόµενα 13 χρόνια ο αριθµός µε τις φάρµες γάλακτος θα µειωθεί στα 104 εκατοµµύρια, πράγµα που σηµαίνει ότι 14 εκατοµµύρια φάρµες θα χαθούν. Σε ό,τι αφορά τον παγκόσµιο µέσο όρο µεγέθους φάρµας σε ζωικό κεφάλαιο, θα διευρυνθεί σε ποσοστό που αντιστοιχεί σε µια παγκόσµια αύξηση της τάξεως του 29%. Πιο συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τις αναγωγές του ∆ιεθνούς ∆ικτύου IFCN, το µέγεθος της φάρµας θα αυξηθεί κατά 14% στην Ωκεανία, 82% στη Βόρεια Αµερική, 65% στη ∆υτική Ευρώπη, 22% στη Λατινική Αµερική, 78% στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, 6% στην Αφρική, 32% στην Ανατολική Ευρώπη και την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS), 9% στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και 37% στη Νότια Ασία.