Η µέτρηση δίνει αύξηση του ∆είκτη Αµοιβής Εργασίας (αγροτικά ηµεροµίσθια) κατά 17,1%, αύξηση του ∆είκτη Ενοικίων Γης (ενοίκια αγροκτηµάτων) κατά 5,7% και αύξηση του ∆είκτη Αµοιβής Κεφαλαίου κατά 18,5%. Στον τελευταίο δείκτη µάλιστα, η επιµέρους αύξηση αφορά σε συν 18,8 στο δείκτη τόκων δανείων και συν 18,2% στο δείκτη ενοικίασης µηχανηµάτων. Ο Γενικός ∆είκτης για το έτος 2022, σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο δείκτη του έτους 2021, παρουσίασε αύξηση 14,4% έναντι αύξησης 4,1% που σηµειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 µε το έτος 2020.
Σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις ακόλουθες µεταβολές των επιµέρους δεικτών:
- Αύξηση του δείκτη αµοιβής εργασίας (αγροτικά ηµεροµίσθια) κατά 17,1%
- Αύξηση του δείκτη ενοικίων γης (ενοίκια αγροκτηµάτων) κατά 5,7%
- Αύξηση του δείκτη αµοιβής κεφαλαίου κατά 18,5% (αύξηση 18,8% στον δείκτη τόκων δανείων και 18,2% στον δείκτη ενοικίασης µηχανηµάτων).
Αν και τα στοιχεία αφορούν στην προηγούµενη καλλιεργητική περίοδο, «η επιστροφή» από δραστήριους αγρότες, θέλει την γενική εικόνα να παραµένει αποθαρρυντική ως προς τις λειτουργικές δαπάνες που συνεπάγεται η ενασχόληση µε τα αγροτικά και κατά την τρέχουσα περίοδο, ενώ σε αυτό, αξίζει να συνυπολογιστεί και ο δείκτης εισροών, ο οποίος και εξακολουθεί να κινείται ανοδικά, µε ρυθµό όµως 2% έναντι του 25% που σηµειώθηκε την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Σκοπός των ∆εικτών Αµοιβής Συντελεστών Παραγωγής στη Γεωργία - Κτηνοτροφία είναι η µέτρηση της σχετικής µεταβολής των τιµών που καταβάλλουν οι παραγωγοί για τα αγροτικά ηµεροµίσθια (Εργασία), τα ενοίκια των αγροκτηµάτων (Γη), τα ενοίκια των µηχανηµάτων και τους τόκους των αγροτικών δανείων (Κεφάλαιο) που χρησιµοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία οι ∆είκτες Αµοιβής Συντελεστών Παραγωγής στη Γεωργία - Κτηνοτροφία είναι ετήσιοι δείκτες και καταρτίζονται στο σύνολο της χώρας.
Ακριβό χρήμα και άνοδος 17% σε μεροκάματα και 6% στη γη
Με τον δείκτη εργασίας, γης και κεφαλαίου να γράφει αύξηση κατά 17,1%, 5,7% και 18,5% αντίστοιχα μέσα σε ένα έτος, ακόμα πιο δυσβάσταχτες καθίστανται και οι τιμές που αποτυπώνονται στην καταγραφή του δείκτη Εισροών – Εκροών της ΕΛΣΤΑΤ, όπου ο ΓΔ Τιμών Εισροών Απριλίου 2023, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2022, παρουσίασε νέα αύξηση 2,0%.
Ζωοτροφές και εξοπλισµός τράβηξαν πιο ψηλά το δείκτη εισροών
Η αύξηση του Γενικού ∆είκτη Τιµών Εισροών κατά 2,0%, τον µήνα Απρίλιο 2023, σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2022, οφείλεται: α) στην αύξηση κατά 0,7% του δείκτη τιµών των αναλώσιµων µέσων και κυρίως στη µεταβολή της οµάδας ζωοτροφές και β) στην αύξηση κατά 9,5% του δείκτη τιµών του σχηµατισµού παγίου κεφαλαίου. Ο Γενικός ∆είκτης Εισροών κατά τον µήνα Απρίλιο 2023, σε σύγκριση µε τον δείκτη το Μαρτίου 2023, παρουσίασε µείωση 0,6%. Ο µέσος ∆είκτης Εισροών του δωδεκαµήνου Μαΐου 2022 - Απριλίου 2023, παρουσίασε αύξηση 17,7% σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο δείκτη του δωδεκαµήνου Μαΐου 2021 - Απριλίου 2022.
Σε ανοδικό κανάλι οι τιµές ελαιολάδου και των ζωικών προϊόντων
Ο Γενικός ∆είκτης Τιµών Εκροών στη Γεωργία – Κτηνοτροφία (χωρίς επιδοτήσεις) του µηνός Απριλίου 2023, σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2022, παρουσίασε αύξηση 10,9%. Ο αντίστοιχος δείκτης του Απριλίου 2022, σε σύγκριση µε τον Απρίλιο 2021, είχε παρουσιάσει αύξηση 20,2%.
Επιβράδυνση του ρυθµού αύξησης του κόστους των εισροών
Στην Ελλάδα, η αύξηση του κόστους εισροών (το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων) επιβραδύνθηκε σηµαντικά στο 7% από 24% στο δ’ τρίµηνο του 2022, ενώ στην ΕΕ υποχώρησε επίσης απότοµα στο 11% από 27%, σύµφωνα µε τις αντίστοιχες µετρήσεις της Eurostat. Στις µετρήσεις της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής, φαίνεται πως το κόστος για την παραγωγή των αγροτών – δηλαδή οι τιµές που πληρώνουν για τις εισροές όπως η ενέργεια, τα λιπάσµατα, οι ζωοτροφές κ.α.- αυξήθηκε σηµαντικά λιγότερο σε σχέση µε τις τιµές που πουλούσαν τα προϊόντά τους. Η συνθήκη αυτή, διατήρησε σε ανοδική τροχιά τον δείκτη των τιµών µε τις οποίες πουλούσαν οι Ελληνες αγρότες στο α’ τρίµηνο του 2023, ο οποίος αυξήθηκε 16,7% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 18,5% στο δ’ τρίµηνο του 2022.
Σε ανοδικό μομέντουμ η αξία της αγροτικής γης
Σηµαντική διακύµανση στις τιµές ενοικίασης αγροτικής γης καταγράφεται στην τελευταία µέτρηση της Eurostat, όπου µάλιστα η Ελλάδα συγκαταλέγεται στο κλαµπ των χωρών µε τα πιο «ακριβά οικόπεδα».∆ιαχρονικά, οι ετήσιες τιµές ενοικίασης ενός τεµάχιου αγροτικής γης ποικίλλουν σηµαντικά µεταξύ χωρών και περιφερειών.Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, η ενοικίαση ενός εκταρίου καλλιεργήσιµης γης ή/και µόνιµων λιβαδιών κυµαινόταν από 62 ευρώ στη Σλοβακία έως 836 ευρώ κατά µέσο όρο στις Κάτω Χώρες.
Τρίτη πιο ακριβή περιφέρεια η Αττική
Μεταξύ των περιοχών της ΕΕ, η ενοικίαση ενός εκταρίου γεωργικής γης ήταν πιο ακριβή το 2021 στην ολλανδική περιφέρεια Flevoland (1.721 ευρώ ανά εκτάριο), ακολουθούµενη από τις Κανάρια στην Ισπανία (1.119 ευρώ ανά εκτάριο) και την Αττική στην Ελλάδα (927 ευρώ ανά εκτάριο).
Σύµφωνα µε στοιχεία από το 2020, η Venezia Giulia στην Ιταλία (1.714 ευρώ ανά εκτάριο) ήταν µεταξύ των περιοχών µε τις υψηλότερες τιµές ενοικίασης.
Αντίθετα, οι τιµές ενοικίασης ήταν χαµηλότερες στο Mellersta Norrland και στο Övre Norrland (και οι δύο 25 ευρώ ανά εκτάριο) στη Σουηδία, ακολουθούµενο από το Východné Slovensko (42 ευρώ) στη Σλοβακία. Τα µόνιµα λιβάδια είναι η κύρια χρήση γεωργικής γης σε αυτές τις περιοχές.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ που ανέφεραν συγκεκριµένες τιµές ενοικίασης για αρόσιµη γη και για µόνιµους βοσκότοπους, η ενοικίαση µόνιµων λιβαδιών ήταν πάντα φθηνότερη από την ενοικίαση καλλιεργήσιµης γης.
Το ενοίκιο για ένα εκτάριο µόνιµων λιβαδιών το 2021 κυµάνθηκε από το χαµηλό των 39 ευρώ κατά µέσο όρο στη Σλοβακία έως τα 337 ευρώ κατά µέσο όρο στην Ιρλανδία, σε σύγκριση µε τις τιµές ενοικίασης για καλλιεργήσιµη γη που κυµαίνονταν µεταξύ 79 και 466 ευρώ στις ίδιες δύο χώρες.
Υψηλά και οι αντικειµενικές αξίες γης
Στοιχεία για το κόστος της αγροτικής γης σε ολόκληρη της επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηµοσίευσε η Eurostat, µε την Ελλάδα να σηµειώνει την τέταρτη υψηλότερη κορυφή στα περίπου 6.000 ευρώ το στρέµµα µετά τα Κανάρια νησιά, την Ολλανδία και την Ιταλία, διατηρώντας όµως µέση αξία ανά στρέµµα αγροτικής γης στα 1.220 ευρώ το στρέµµα. Σηµειώνεται ότι οι τιµές αυτές αφορούν σε αντικειµενική αξία και όχι εµπορική, αφού εδώ είναι αρκετά υψηλότερες.
Ανά περιφέρεια, το κόστος αγροτικής γης στην Ελλάδα ξεκινά από 7.700 ευρώ το στρέµµα στα περίχωρα της Αττικής, µε τη ∆υτική Μακεδονία να διαµορφώνει τις χαµηλότερες τιµές στα 624 ευρώ το στρέµµα. Να σηµειωθεί ότι η τάση στη χώρα είναι γενικά πτωτική, µε τη εθνική µέση τιµή το 2011 να διαµορφώνεται στα 1.539 ευρώ το στρέµµα, έναντι των 1.220 που είναι σήµερα. Μετά την Αττική τις υψηλότερες τιµές στην αξία της αγροτικής γης διαµορφώνουν τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου µε 5.566 ευρώ το στρέµµα. Ακολουθούν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου µε 3.793 ευρώ το στρέµµα.
Τέταρτη σε αξία αγροτικής γης έρχεται η περιφέρεια της Κρήτης µε 2.348 ευρώ το στρέµµα και ακολουθεί η Πελοπόννησος µε 2.282 ευρώ το στρέµµα. Η Στερεά Ελλάδα, µε 2.043 ευρώ το στρέµµα αξία αγροτικής γης, έρχεται στην έκτη θέση. Στην έβδοµη και την όγδοη θέση βρίσκονται η Ήπειρος και η ∆υτική Ελλάδα µε την αγροτική γη να διαµορφώνεται στα 1.934 και 1.632 ευρώ το στρέµµα. Ακολουθεί η Θεσσαλία µε 1.286 ευρώ το στρέµµα και η Κεντρική Μακεδονία µε 1.018 ευρώ το στρέµµα. Σε τριψήφια νούµερα βρίσκονται τα Ιόνια Νησιά µε µέση τιµή στα 903 ευρώ το στρέµµα, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη µε 785 ευρώ το στρέµµα, ενώ τη πιο φθηνή αγροτική γη καταγράφει όπως σηµειώθηκε ∆υτική Μακεδονία µε 624 ευρώ το στρέµµα. Μεταξύ των κρατών-µελών, η Ολλανδία κατέγραψε την υψηλότερη τιµή αγοράς για ένα εκτάριο καλλιεργήσιµης γης στην ΕΕ (κατά µέσο όρο 69.632 ευρώ το 2019).
Παράγοντες µεταβολών
Ολόκληρο το αφιέρωμα της Agrenda για τις λειτουργικές δαπάνες των αγροτικών εκμεταλεύσεων διαθέσιμο εδώ