Η έκθεση για τις προοπτικές στη γεωργία την περίοδο 2024-2033 υποστηρίζει ότι η Ινδία και χώρες της ΝΑ Ασίας θα αυξήσουν τα µερίδιά τους στην παραγωγή και κατανάλωση αγροτικών προϊόντων, ενώ η επιρροή της έως τώρα «κραταιάς» Κίνας θα αµβλυνθεί. Η συνολική χρήση γεωργικών προϊόντων προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,0% ετησίως, µε την κατανάλωση τροφίµων να αυξάνεται κατά 1,2% λόγω της αύξησης του πληθυσµού και του εισοδήµατος. Στις χώρες µεσαίου εισοδήµατος, η ηµερήσια κατανάλωση τροφίµων θα αυξηθεί κατά 7% έως το 2033, ενώ στις χώρες χαµηλού εισοδήµατος µόνο κατά 4%, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη του στόχου για την εξάλειψη της πείνας µέχρι το 2030.
Σχετικά µε το κλίµα παρά τις αυξανόµενες γεωργικές εκποµπές, η ένταση των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου προβλέπεται να µειωθεί λόγω βελτιώσεων στην παραγωγικότητα. Ωστόσο, η συνολική παραγωγή θα αυξήσει τις εκποµπές κατά 5%. Σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ, οι πραγµατικές διεθνείς τιµές αναµένεται να µειωθούν ελαφρά, όµως οι τοπικές τιµές λιανικής µπορεί να µην αντικατοπτρίζουν αυτή την πτώση λόγω του πληθωρισµού και του κόστους εφοδιασµού.
Στα εµπορεύµατα η χρήση σιταριού προς ανθρώπινη κατανάλωση θα συνεχίσει να υπερισχύει έναντι των προϊόντων για ζωοτροφές. Με 43% µερίδιο παραγωγής τα πουλερικά θα κυριαρχήσουν στον κλάδο του κρέατος, ενώ η παγκόσµια παραγωγή γάλακτος αναµένεται αυξηµένη κατά 1,6% ετησίως. Στον τοµέα αλιείας, το 55% της παραγωγής θα προέρχεται από υδατοκαλλιέργειες. Οι τιµές των φυτικών ελαίων και των ελαιούχων σπόρων αναµένεται να αυξηθούν λόγω µεγαλύτερης ζήτησης για τρόφιµα αλλά και για πρώτη ύλη για βιοντίζελ. Στον τοµέα του βάµβακος, η παγκόσµια παραγωγή αναµένεται να ανέλθει στους 29 εκατ. µετρικούς τόνους έως το 2033, µε την Κίνα και την Ινδία να κρατούν τα σκήπτρα.
Αγροτική παραγωγή
Το 80% της αύξησης από βελτίωση αποδόσεων
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης η παγκόσμια γεωργική παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,1% ετησίως την επόμενη δεκαετία, με την κτηνοτροφία να ηγείται (1,3%) και να ακολουθούν η αλιεία (1,1%) και η φυτική παραγωγή (1,0%). Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της φυτικής παραγωγής, αυτή προβλέπεται ότι θα οφείλεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγικότητας στην υπάρχουσα γη παρά στην επέκταση της καλλιεργούμενης έκτασης, οδηγώντας σε μείωση της έντασης των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) της γεωργίας. Ομοίως, ένα σημαντικό ποσοστό της αύξησης της κτηνοτροφίας και της παραγωγής ψαριών αναμένεται επίσης να προκύψει από βελτιώσεις της παραγωγικότητας, αν και η επέκταση των κοπαδιών θα συμβάλλει επίσης στην αύξηση της παραγωγής. Παρά αυτές τις αναμενόμενες βελτιώσεις παραγωγικότητας, ιδιαίτερα στις λιγότερο παραγωγικές χώρες της Αφρικής και της Ασίας, αναμένεται να συνεχιστούν σημαντικά κενά παραγωγικότητας, αμφισβητώντας τα γεωργικά εισοδήματα και την επισιτιστική ασφάλεια και αυξάνοντας τις απαιτήσεις για εισαγωγές τροφίμων.
Πιο αργή η ανάπτυξη στην Ευρώπη
Η αύξηση της γεωργικής παραγωγής συνεχίζεται και την επόμενη δεκαετία κυρίως λόγω των βελτιώσεων στις αποδόσεις σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Την πιο αργή ανάπτυξη παρουσιάζουν σύμφωνα με τις προβλέψεις η Ευρώπη και η Κεντρική Ασία, ενώ στη Βόρεια Αμερική και Λατινική Αμερική, η φυτική παραγωγή θα υπερισχύσει της ζωικής.
Οι καταναλωτές θέλουν βιωσιμότητα
Tο 2033, η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος αναμένεται να είναι η υψηλότερη στη Δ. Ευρώπη, φτάνοντας τα 52 κιλά ανά άτομο. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ιδίως το τυρί και το βούτυρο, θα παραμείνουν ψηλά στις προτιμήσεις των καταναλωτών, ενώ η κατανάλωση ψαριών θα αυξηθεί, με την Κεντρική Ασία και την ΕΕ να πρωταγωνιστούν. Τα πρότυπα της κατανάλωσης θα εξελιχθούν προς πιο υγιεινές και βιώσιμες επιλογές.
Βαμβάκι
Την επόµενη δεκαετία, η παγκόσµια ζήτηση σύσπορου βαµβακιού αναµένεται να αυξηθεί µε ετήσιο ρυθµό 1,7%, λόγω της αύξησης του πληθυσµού και της αύξησης των εισοδηµάτων στις χώρες µεσαίου και χαµηλού εισοδήµατος. Οι τιµές θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από τον ανταγωνισµό των συνθετικών ινών µαζί µε τις αλλαγές στις προτιµήσεις των καταναλωτών. Οι διεθνείς τιµές του βαµβακιού σε πραγµατικούς όρους προβλέπεται ότι θα παρουσιάσουν ελαφρώς πτωτική τάση µεσοπρόθεσµα.
Ελαιούχοι σπόροι
Η χρήση των φυτικών ελαίων στα τρόφιµα αναµένεται να αντιπροσωπεύει το 55% της συνολικής ζήτησης το 2033. Η άµεση χρήση τους για βιοντίζελ, που επί του παρόντος αποτελεί περίπου το 16% της παγκόσµιας χρήσης, προβλέπεται να αυξηθεί, ιδίως στην Ινδονησία, τη Βραζιλία και τις Η.Π.Α Η χρήση των πρωτεϊνικών αλεύρων γίνεται σχεδόν αποκλειστικά ως ζωοτροφές και θα περιοριστεί από τη βραδύτερη αύξηση της παγκόσµιας κτηνοτροφικής παραγωγής, ιδίως στις χώρες υψηλού εισοδήµατος. Η συνεχιζόµενη καθοδική προσαρµογή των τιµών στον τοµέα των ελαιούχων σπόρων αναµένεται να συνεχιστεί κατά τα πρώτα έτη της µελέτης. Στη συνέχεια, οι τιµές αναµένεται να αυξηθούν ελαφρώς σε ονοµαστικούς όρους, ενώ θα µειωθούν σε πραγµατικούς όρους.
Δημητριακά
Κατά την επόµενη δεκαετία, η παγκόσµια παραγωγή δηµητριακών προβλέπεται να αυξηθεί κατά περίπου 350 εκατ. τόνους σε 3,2 δισ., κυρίως λόγω της αύξησης της παραγωγής αραβοσίτου και σιταριού. Η αύξηση κατανάλωσης αναµένεται να επιβραδυνθεί σε σύγκριση µε τα προηγούµενα δέκα χρόνια, κυρίως λόγω της ασθενέστερης επέκτασης της ζήτησης ζωοτροφών, βιοκαυσίµων και άλλων βιοµηχανικών εφαρµογών. Το παγκόσµιο εµπόριο αναµένεται να αυξηθεί κατά 16%, φθάνοντας τους 551 εκατ. τόνους. Το σιτάρι αναµένεται να συµβάλει κατά 35% στην αύξηση, ο αραβόσιτος 52% και το ρύζι 7%. Όσον αφορά τις τιµές η µακροπρόθεσµη πορεία µείωσης των τιµών σε πραγµατικούς όρους αναµένεται να συνεχιστεί.
Κρέας
Μεσοπρόθεσµα, ο παγκόσµιος µέσος όρος κατά κεφαλήν κρέατος που καταναλώνεται καθηµερινά ανά κάτοικο αναµένεται να αυξηθεί κατά 3% ή επιπλέον 0,5 kg ανά έτος έως το 2033, δηλαδή το ήµισυ της αύξησης της προηγούµενης δεκαετίας. Η παγκόσµια κατανάλωση κρέατος αναµένεται να αυξηθεί κατά 12% έως το 2033. Οι προοπτικές προβλέπουν ότι ο παγκόσµιος πληθυσµός των ζώων θα αυξηθεί σε 2 δισ. βοοειδή, 1 δισ. χοίρους, 32 δισ. πουλερικά και σχεδόν 3 δισ. πρόβατα. Αναµένεται δε ότι οι πραγµατικές τιµές όλων των κρεάτων θα επανέλθουν σταδιακά στα επίπεδα της µακροπρόθεσµης πτωτικής τους τάσης.
Γαλακτοκομικά
Η παγκόσµια παραγωγή γάλακτος (περίπου 81% αγελαδινό γάλα, 15% βουβαλίσιο και 4% για κατσικίσιο, πρόβειο και γάλα καµήλας µαζί) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,6% ετησίως κατά την επόµενη δεκαετία (σε 1.085 εκατ. τόνους το 2033), υποστηριζόµενη από την αυξηµένη απόδοση ανά ζώο. Η ισχυρότερη ανάπτυξη να αναµένεται στη ΝΑ Ασία και σε ορισµένες χώρες της Αφρικής, αν και από χαµηλή βάση. Αυτός ο ρυθµός αύξησης είναι ταχύτερος από τα άλλα κύρια γεωργικά προϊόντα. Καθώς το εισόδηµα και ο πληθυσµός αυξάνονται, αναµένεται ότι µεσοπρόθεσµα θα καταναλώνονται περισσότερα γαλακτοκοµικά. Αναµένεται περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης τυριού στην Ευρώπη και τη Β. Αµερική. Συνολικά, οι τιµές των γαλακτοκοµικών αναµένεται να εξελιχθούν σύµφωνα µε τα άλλα σηµαντικά γεωργικά προϊόντα..
Μειώνεται κατά 3,4 εκατ. εκτάρια η γεωργική γη
Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι κρίσιµη για την ανάπτυξη, καθώς αναµένεται να µειωθεί η γεωργική γη κατά 3,4 εκατ. εκτάρια, κυρίως στους βοσκότοπους. Αυτή η µείωση επικεντρώνεται στην Ευρώπη αλλά δεν είναι οµοιόµορφη. Στη ∆. Ευρώπη, τόσο οι καλλιεργούµενες εκτάσεις όσο και οι βοσκότοποι θα µειωθούν, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, η µείωση των βοσκοτόπων αντισταθµίζεται µερικώς από αυξήσεις στις καλλιέργειες. Μέχρι το 2033, η χρήση λιπασµάτων ανά εκτάριο θα αυξηθεί κατά 8%, κυρίως στην Αν. Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, ενώ στη ∆υτική Ευρώπη η αύξηση θα είναι 5%. Η παραγωγή δηµητριακών και ελαιούχων σπόρων θα αυξηθεί κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, µε τη Ρωσία να έχει σηµαντική ανάπτυξη σε αραβόσιτο (26%), σιτάρι (15%), σόγια (28%) και άλλους ελαιούχους σπόρους (17%) την επόµενη δεκαετία.
Ολόκληρο το αφιέρωμα της Agrenda για τις προβλέψεις ΟΑΣΑ 2024-2033 διαθέσιμο εδώ.