Μερικές πρώτες εκτιμήσεις εστιάζουν στη ζήτηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που παράγει η ευρωπαϊκή ύπαιθρος, όπως είναι το κρασί και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, η οποία αναμένεται να περιοριστεί αισθητά εξαιτίας της συρρίκνωσης των κλάδων της εστίασης και του τουρισμού.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η κατανάλωση οίνου εντός της ΕΕ θα μειωθεί κατά 8% μέσα στο 2020, σε έναν κλάδο όπου το 30% του τζίρου γίνεται σε εστιατόρια και στο πλαίσιο του αγροτουρισμού. Μάλιστα σε αυτήν την πτυχή κατανάλωσης αναλογούν και οι πωλήσεις των πιο εκλεπτισμένων προϊόντων οίνου. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και συγκεκριμένα για τα τυριά, τα οποία ναι μεν θα διατηρήσουν την ανοδική τάση εξαγωγών, εφόσον πράγματι ανακάμψει η ζήτηση από την Ασία, ωστόσο η βελτίωση αυτή δεν προορίζεται για τα premium προϊόντα.
Παράλληλα, η γενική κατανάλωση θα περιοριστεί και αυτή, σε περίπτωση που τα χειρότερα σενάρια περί ύφεσης και απώλειας εκατομμυρίων θέσεων εργασίας επιβεβαιωθούν, πιέζοντας κατ' επέκταση το αγροτικό εισόδημα. Στις παραπάνω διαπιστώσεις προχωρά η Κομισιόν, σε μια προσπάθεια αποτύπωσης της υφιστάμενης κατάστασης στην αγορά αγροτικών
Αυξημένη παραγωγή στο σκληρό σε μια χρονιά με υψηλή ζήτηση
Καλές προοπτικές για το σκληρό σιτάρι και αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου καταγράφει η ίδια έκθεση της Κομισιόν για τα αγροτικά προϊόντα της ΕΕ, η οποία συνυπολογίζει τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στις ισορροπίες της αγοράς..
Σε αυτό το δυσμενές μακροοικονομικό πλαίσιο, τις λιγότερες απώλειες αναμένεται ότι θα καταγράψουν τα σιτηρά τα οποία ευνοούνται από την κατανάλωση ζυμαρικών και λοιπών τελικών προϊόντων διαθέσιμων στη λιανική. Επιπλέον, το σκληρό σιτάρι δείχνει πως έχει τα περιθώρια, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, να διατηρήσει την δυναμική που κατέγραψε τις τελευταίες εβδομάδες και στην αρχή της επόμενης εμπορικής περιόδου, αφού ευνοείται από μια μείωση της συνολικής παραγωγής σιτηρών κατά 2,2%.
Συνεπώς, η μικρή αύξηση της παραγωγής κατά 2% στο σκληρό, αφήνει τα περιθώρια μιας πιο προσοδοφόρας διαχείρισης της από τους αγρότες. Από την άλλη, ελαφριά υποχώρηση αναμένεται στη τιμή των ζωοτροφών.
Διαβάστε επίσης: Λίγο αυξημένο το πριμ για τα βοοειδή για τον άλλο μήνα ρύζι, συμπύρηνα και ειδικά δικαιώματα ζωικής
Μείωση των αποθεμάτων ελαιολάδου
Μειωμένα κατά τουλάχιστον 100.000 τόνους αναμένεται πως θα είναι τα τελικά αποθέματα ελαιολάδου ως τον τερματισμό της τρέχουσας εμπορικής περιόδου 2019/2020. Τα υψηλά αποθέματα εξακολουθούν να πιέζουν σημαντικά τις τιμές του προϊόντος, ωστόσο η αυξημένη κατανάλωση που καταγράφηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο αναμένεται να υποχρεώσει σε ανανέωση του στοκ της λιανικής, αυξάνοντας κατά 13% τη ζήτηση στα κράτη μέλη με την μεγαλύτερη παραγωγή. Από την άλλη, οι δασμοί των ΗΠΑ, οι σχετικοί με την πανδημία εμπορικοί περιορισμοί και οι οικονομικές συνθήκες αναμένεται να περιορίσουν κατά 8% τις εξαγωγές ως το τέλος της περιόδου.
Διατηρούν την ανοδική τάση στις εξαγωγές τα γαλακτοκομικά
Σταθερή αναμένεται πως θα είναι η ζήτηση για ευρωπαϊκά τυριά, παρά τις ανακατατάξεις που έχει επιφέρει η πανδημία. Συνεπώς, μπορεί τα πιο ακριβά τελικά γαλακτοκομικά προϊόντα να υποστούν δραματική μείωση της ζήτησης για το υπόλοιπο του 2020, ωστόσο η συνολική ενδοκοινοτική κατανάλωση τυριού αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,3%. Παράλληλα η διαφαινόμενη ανάκαμψη της κινεζικής αγοράς, δεν αποκλείεται να βοηθήσει στην διατήρηση των ιστορικά υψηλών ευρωπαϊκών εξαγωγών τυριού. Μάλιστα, συνολικά οι εξαγωγές τυριού αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,5% το 2020, υποστηρίζοντας μια αύξηση της παραγωγής κατά 0,6%.
Ενισχύεται η τάση μείωσης των κοπαδιών αιγοπροβάτων
Η αυξημένη εποχιακή κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος κατά την περίοδο του Πάσχα δεν πραγματώθηκε στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς, οδηγώντας σε υποχώρηση κατά 0,5% της ζήτησης για το 2020. Επιπλέον αναμένεται να ενισχυθεί η τάση μείωσης των κοπαδιών σε κράτη μέλη με σημαντική παρουσία στον χώρο όπως είναι η Ελλάδα και η Ισπανία, η οποία για το 2019 άγγιξε το 1,3%. Από την άλλη, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η ΕΕ θα μπορούσε να επιδιώξει τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας στις αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ασίας το υπόλοιπο του 2020, σε μια προσπάθεια διατήρησης της θετικής τάσης που καταγράφηκε το 2019, με μια αύξηση 12% στις διεθνείς πωλήσεις.
Υποχωρούν κατά 14% οι εξαγωγές οίνου
Παρά τις αυξημένες πωλήσεις στην λιανική, ο κλάδος του οίνου δεν μπορεί να εξισορροπήσει την απώλεια του τζίρου από την εστίαση και τον αγροτουρισμό που ξεπερνά το 30% των συνολικών πωλήσεων. Να σημειωθεί εδώ πως τα προϊόντα οίνου υψηλής προστιθέμενης αξίας καταναλώνονται ως επί το πλείστον σε εστιατόρια, με τις πωλήσεις στη λιανική να αφορούν κυρίως σε προϊόντα χαμηλών ή μεσαίων τιμών. Συνεπώς η κατανάλωση οίνου εντός της ΕΕ αναμένεται να υποχωρήσει κατά 108 εκατ. εκατόλιτρα, ήτοι 8% συγκριτικά με τον μέσο όρο πενταετίας. Πίεση στην κοινοτική παραγωγή οίνου επιφέρουν και οι αμερικανικοί δασμοί, ενώ σε συνδυασμό με τους περιορισμούς λόγω COVID-19 σε αγορές όπως της Κίνας, οι εξαγωγές αναμένεται να μειωθούν κατά 14%.
Εισάγει 20% λιγότερα πορτοκάλια από τρίτες χώρες η Ε.Ε.
Ενισχύεται περαιτέρω η ζήτηση σε φρούτα που παράγονται εντός της ΕΕ, όσο περιορίζεται η προσφορά εξωτικών φρούτων λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις που προκαλεί η πανδημία, επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υπολογίζει τη ζήτηση για μήλα στην ευρωπαϊκή αγορά κατά 9% αυξημένη συγκριτικά με τον μέσο όρο πενταετίας. Μάλιστα, στην περίπτωση του μήλου, η ενίσχυση της ζήτησης σημειώνεται σε μια χρονιά όπου η συνολική παραγωγή μειώθηκε κατά 10%. Ωστόσο όπως επισημαίνεται, περιορισμένος είναι ο αντίκτυπος για τους παραγωγούς, αφού η νέα αυτή συγκυρία έρχεται αρκετά μετά το τέλος της περιόδου συγκομιδής. Κάτι αντίστοιχο εντοπίζει η Κομισιόν και στην περίπτωση των πορτοκαλιών, με την εντυπωσιακή αύξηση της ζήτησης να παγιώνεται προς το τέλος της συγκομιδής των όψιμων ποικιλιών. Παράλληλα, η συνολική παραγωγή της ΕΕ αναμένεται να αποτιμηθεί μειωμένη κατά 5%, ενώ και οι εισαγωγές καταγράφουν μέχρι και τις αρχές Απριλίου μείωση 20% συγκριτικά με τα δεδομένα της προηγούμενης εμπορικής περιόδου. Όπως υπογραμμίζει η Κομισιόν, η δυνατή εσωτερική ζήτηση, σε συνδυασμό με τα εμπόδια στις εξαγωγές, επέφεραν μείωση της τάξης του 5% στον τομέα αυτόν, γεγονός που αφήνει μέχρι ένα σημείο ευάλωτα τα μερίδια της ΕΕ στις παγκόσμιες αγορές, τη στιγμή που η παραγωγή της Νότιας Αφρικής αναμένεται σε μερικές εβδομάδες, με τις ενδείξεις να δείχνουν υψηλές αποδόσεις.