Έξι στις 10 εκμεταλλεύσεις υπολογίζει το μεγάλο αγροτοσυνδικαλιστικό όργανο της Ιταλίας, η Coldiretti, ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας. Μπορεί τα πρώτα στατιστικά δεδομένα να προέρχονται από την Ιταλία, όμως μια αναγωγή στην ελληνική πραγματικότητα δεν θα ήταν παρακινδυνευμένη, αφού τόσο η φύση των προβληματικών εκμεταλλεύσεων στην γειτονική χώρα (οικογενειακές εκμεταλλεύσεις), όσο και οι κλάδοι στους οποίους δραστηριοποιούνται είναι πανομοιότυποι.
Όπως σημειώνει η οργάνωση, οι δυσκολίες καταγράφονται κυρίως στα φρούτα και τα λαχανικά, στην αγορά γάλακτος και στα τυροκομεία, στην αγορά κρέατος, στις ιχθυοκαλλιέργειες, ειδικά στον χώρο του οίνου καθώς και στις μεγάλες ανθοκαλλιέργειες που διαθέτει η γειτονική χώρα.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας Covid-19 στην αγροτική οικονομία διαφέρει από τομέα σε τομέα, με εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε περιφέρειες με εξαιρετικά αυστηρά περιοριστικά μέτρα να αγγίζει ακόμα και το 100%, αναφέρει σε σχετική της ανακοίνωση η Coldiretti. Δύσκολη είναι η κατάσταση και για τις αγροτικές επιχειρήσεις που σε μεγάλο βαθμό εξάγουν την παραγωγή τους, εκ των οποίων το 70% αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας, εξαιτίας των ακυρώσεων που υφίστανται οι παραγγελίες. Φυσικά οι κλειστοί χώροι μαζικής εστίασης σε ξενοδοχεία και εστιατόρια μεταφέρουν και στην αγροτική παραγωγή την οικονομική δυσπραγία του κλάδου.
Διαβάστε επίσης: Νωρίτερα οι πληρωμές, μεγαλύτερες προκαταβολές, υπόσχεται ο Βορίδης
«Ολόκληρη η αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων γίνεται εξαιρετικά εύθραυστη, η συνολική αξία της οποίας ξεπερνά τα 538 δισ. ευρώ, σε μια συγκυρία που η στρατηγική σημασία παραγωγής τροφίμων παίρνει νέες διαστάσεις παγκοσμίως λόγω του κορωνοϊού» υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Coldiretti Ετόρε Πραντίνι, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει στους θεσμικούς συνομιλητές του την ανάγκη εφαρμογής ενός σύγχρονου σχεδίου Μάρσαλ, “που θα δώσει αρκετές ενέσεις ρευστότητας στην υποδειγματική βιομηχανία τροφίμων της Ιταλίας”.
Να σημειωθεί ότι και η ελληνική πρωτογενής παραγωγή έχει ποντάρει πολλά τα τελευταία χρόνια στην υπόθεση της ποιότητας και της αναβάθμισης της εικόνας των εγχώριων προϊόντων στο εξωτερικό, με την σημερινή κατάσταση στην ευρωπαϊκή αγορά να προκαλεί ανησυχίες τόσο εξαιτίας της ενισχυμένης τάσης του διατροφικού πατριωτισμού, όσο και των πρακτικών δυσκολιών στις μεταφορές. Σε αυτό το πλαίσιο διακυβεύονται πολλά από την έγκαιρη διευθέτηση των ζητημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι εκμεταλλεύσεις και μεταξύ αυτών η συνέχεια της παραγωγικής τους δραστηριότητας και η διασφάλιση της παρουσίας τους στις διεθνείς αγορές.