∆ιατηρώντας τα πρόσφατα υψηλά των 3,66 ευρώ το κιλό, η αγορά ελαιολάδου στην Ελλάδα δείχνει ότι έχει υιοθετήσει µια στάση αναµονής, µε την εµπορική κινητικότητα να έχει περιοριστεί. Από τη µια η βιοµηχανία αναµένει εξελίξεις από το µέτωπο της ζήτησης, ενόψει της κορύφωσης της τουριστικής σεζόν αλλά και του «ξεµουδιάσµατος» της εστίασης έπειτα από την πολύµηνη παύση εργασιών. Από την άλλη οι παραγωγοί αναµένουν νέα άνοδο στις τιµές προκειµένου να κλείσουν συµφωνίες.
Όσο οι ενδείξεις από την ανθοφορία και την καρπόδεση για την επερχόµενη συγκοµιστική περίοδο κόβουν όγκους από το αναµενόµενο τονάζ στη λεκάνη της Μεσογείου η πίεση στην αγορά µειώνεται, µε δεδοµένο ότι και τα διαθέσιµα αποθέµατα αφήνουν περιθώρια διαπραγµάτευσης υψηλότερων τιµών.
Συγκεκριµένα, στις δεξαµενές της Πελοποννήσου όπου οι πράξεις γράφουν και τις υψηλότερες τιµές στην εγχώρια αγορά, οι όγκοι βάσει εκτιµήσεων συνεταιριστών δεν υπερβαίνουν τους 6.000-8.000 τόνους. Πάντως το ρεπορτάζ θέλει τους µεσίτες που κλείνουν τις συµφωνίες µε τα ιταλικά συσκευαστήρια να έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στα ισπανικά λαµπάντε και παρθένα ελαιόλαδα, των οποίων οι τιµές κυµαίνονται γύρω από τα 3 ευρώ το κιλό. Η Κρήτη, ακολούθησε και αυτή την ανοδική τάση που ξεδιπλώθηκε τους προηγούµενους µήνες, διαµορφώνοντας τιµές γύρω από τα 3,35 ευρώ το κιλό, µε τις εµπορικές ροές και εκεί να είναι συνεπείς µε τον κανόνα που επικρατεί στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς.
Στασιµότητα χωρίς όµως να έχουν εκδηλωθεί τάσεις υποχώρησης τιµών παρατηρείται στην ιταλική αγορά, όπου η πρώτη ποιότητα των συµβατικών ελαιολάδων διατηρεί εδώ και αρκετές εβδοµάδες το εύρος των 4,80 – 5 ευρώ το κιλό, µε τα βιολογικά και εκείνα πολύ χαµηλής οξύτητας να πληρώνονται από 0,50 έως 1 ευρώ παραπάνω ανάλογα µε την περιοχή.
Αρκετοί συντελεστές τόσο στην Ισπανια όσο και στην Ελλάδα, αναµένουν νέα κύµατα πωλήσεων που θα αφορούν πράξεις µε µεγάλες ποσότητες προς το τέλος του Ιουνίου και προχωρώντας προς τον Ιούλιο. Εφόσον λοιπόν η αγορά διατηρήσει τα σηµερινά επίπεδα τιµών, τότε τις επόµενες εβδοµάδες ενδέχεται να ακολουθήσει µια ακόµα ανοδική κινητικότητα, αφού ταυτόχρονα θα έχουν αποτιµηθεί και οι προοπτικές της παραγωγής της επερχόµενης περιόδου. Επ’ αυτού φαίνεται προς το παρόν ότι στην Ελλάδα, αναµένεται µια χρονιά µε λιγότερους καρπούς στα δέντρα, αλλά µεγαλύτερου µεγέθους και αν δεν υπάρξουν προβλήµατα µε τον δάκο ή το γλοιοσπόριο ή άλλα απρόοπτα, οι ποσότητες ελάχιστα θα αποκλίνουν από τους 240.000 τόνους της φετινής παραγωγής.
Συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία και το 2020 οι εξαγωγές επώνυμου τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒΙΤΕΛ
Ιστορικά υψηλά επίπεδα κατέγραψαν οι εξαγωγές επώνυμου τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου, τόσο προς τις αγορές της Ε.Ε όσο και προς Τρίτες-εκτός Ε.Ε χώρες, με αύξηση που αγγίζει το 255 % κατά την περίοδο των ετών 2002-2020, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου (DG TRADE) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι συνολικές εξαγωγές ελαιολάδου, εκτοξεύθηκαν από τους 14.851 τον. το 2002, στους 52.735 τον. την περσυνή χρονιά.
Ειδικότερα, οι εξαγωγές του τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου προς χώρες της Ε.Ε εκτινάχθηκαν από τους 7.561 τον. το 2002 στους 31.655 τον. το 2020 (αύξηση 319 %), η δε αύξηση κατά το 2020, σε σχέση με το 2019 (26.872 τον.), ανήλθε στο 17,8%.
Αντίστοιχη αύξηση εμφάνισαν και οι εξαγωγές τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου προς Τρίτες - εκτός Ε.Ε χώρες, οι οποίες από 7.290 τον. το 2002 έφτασαν τους 21.080 τον. (αύξηση 189%). Το 2019 οι αντίστοιχες εξαγωγές ήταν 19.807 τον. (αύξηση 6,4 %).
Την πρώτη θέση στις εξαγωγές τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε, κατέχει η Γερμανία με 14.907 τον (από 10.760 τον. το προηγούμενο έτος) και ακολουθεί με διαφορά η Μεγάλη Βρετανία (2.698 τον.), η Αυστρία με 2.578 τον, η Γαλλία (2.032 τον.), το Βέλγιο (1.463 τον.), η Σουηδία (1.385 τον.) και η Κύπρος (1.209 τον.). Στις εκτός Ε.Ε. αγορές, την πρώτη θέση κατέχουν οι ΗΠΑ με 9.143 τον. και ακολουθούν ο Καναδάς με 1.851 τον., η Αυστραλία με 1.773 τον., η Ρωσία με 1.218 τον. και η Σουηδία με 1.196 τον.
Αντίστοιχα θετική είναι και η πορεία των εξαγωγών τυποποιημένου πυρηνελαίου, τόσο προς χώρες της Ε.Ε με 1.725 τον. το 2020 έναντι 1.701 τον. κατά το 2019, όσο και προς Τρίτες, εκτός Ε.Ε χώρες, με 2.031 τον. έναντι 1.957 τον. στη διάρκεια του 2019.
«Σε μια χρονιά που όλος ο πλανήτης βίωνε τους υγειονομικούς περιορισμούς και την οικονομική κρίση από τα lock down και παρά τον διαρκώς αυξημένο ανταγωνισμό στις τιμές, αλλά και στην διεύρυνση της εισόδου νέων ελαιοπαραγωγών χωρών, το ελληνικό ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο εξακολουθούν να διευρύνουν την παρουσία τους σε περισσότερες από 53 χώρες και να συναγωνίζεται μεγάλες και περισσότερο οργανωμένες χώρες, όπως είναι η Ισπανία και η Ιταλία» τόνισε ο Γεν. Διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ Γιώργος Οικονόμου.
«Το όραμά μας», πρόσθεσε, «συνίσταται στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου παραγωγικού ελαιοκομικού τομέα, με παράλληλη έμφαση στην μεταποίηση και την τυποποίηση, ο οποίος θα συμβάλει ακόμα πιο ουσιαστικά στην οικονομική ευημερία, στην παραγωγή, διακίνηση και εξαγωγή ανταγωνιστικών, ποιοτικών ελαιοκομικών προϊόντων, με προστιθέμενη αξία και διατροφική υπεροχή. Τα ελληνικά επώνυμα και με ταυτότητα προέλευσης ελαιόλαδα, αξίζουν μια καλύτερη θέση στην παγκόσμια αγορά και χρόνο με το χρόνο την κερδίζουν. Με την παράλληλη στήριξη της πολιτείας, ενταγμένα μέσα σε μία εθνική στρατηγική στήριξης και προβολής, με συνέπεια και συνέχεια, το ελαιόλαδο και όλα τα αγροδιατροφικά προϊόντα της χώρας μας, έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα».