Στην Ιβηρική χερσόνησο, οι Ισπανία και η Πορτογαλία βλέπουν τις συγκομιδές τους να αυξάνονται χρόνο με το χρόνο για τα τελευταία 15 χρόνια. Την προηγούμενη χρονιά, οι δυο χώρες απόλαυσαν πλούσιες σοδιές με την Ισπανία να παράγει περί τους 1,6 εκατ. τόνους και την Πορτογαλία 115.000 τόνους. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν την τρίτη καλύτερη συγκομιδή για την Ισπανία και την δεύτερη καλύτερη για την Πορτογαλία.
Την ίδια στιγμή, Ιταλία και Ελλάδα βλέπουν τις ετήσιες παραγωγές τους να αποκλιμακώνονται κατά το ίδιο διάστημα, και παραδόξως με τον ίδιο ρυθμό. Έτσι και οι δυο χώρες σημείωσαν την τρίτη μικρότερη συγκομιδή τα τελευταία δέκα χρόνια.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια στο τμήμα Γεωργίας και Επιστημών Τροφίμων του πανεπιστημίου της Μπολόνια, Τούλια Γκαλίνα Τόσι, πέρα από την κλιματική αλλαγή, που αναμφισβήτητα προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα, σε πολλές περιπτώσεις κοινά ανάμεσα στην Απουλία και την δυτική Ελλάδα, οι δυο χώρες μοιράζονται και κοινές καλλιεργητικές μεθόδους, που εξηγούν μέχρι ένα βαθμό την ομοιότητα ως προς την πτωτική πορεία της παραγωγής στις δυο χώρες.
«Αυτή η τάση οφείλεται μάλλον στις παρόμοιες παραδοσιακές καλλιεργητικές προσεγγίσεις που μοιράζονται οι δυο χώρες», εξηγεί η ίδια συμπληρώνοντας «πράγματι, Ελλάδα και Ιταλία χαρακτηρίζονται από μια κατακερματισμένη παραγωγή ελαιολάδου την οπολια διαχειρίζονται μικρομεσαίοι αγρότες, ή ακόμα και μεγάλοι παραγωγοί, που όμως δεν ακολουθούν συστήματα πυκνής ή υπέρπυκνης φύτευσης, όπως συμβαίνει στην Ισπανία.
Όπως εξηγεί, αυτή η κατακερματισμένη και παραδοσιακή παραγωγή της Ιταλίας και της Ελλάδας, συνδέεται και με την παραγωγή ΠΟΠ και ΠΓΕ, μονοποικιλιακών και υψηλής ποιότητας ελαιολάδων, ωστόσο συμβάλει ταυτόχρονα και σε όλο και πιο έντονες διακυμάνσεις ως προς την παραγωγή.
Στο άλλο άκρο της Ευρώπης, η παραγωγή ελαιολάδου είναι λιγότερο ευθυγραμμισμένη ανάμεσα στο ζευγάρι χωρών Ισπανίας – Πορτογαλίας, ωστόσο και εδώ υπάρχουν ορισμένα βασικά δομικά χαρακτηριστικά κοινά.
Παρόμοιες καλλιεργητικές προσεγγίσεις και αναλογία ως προς τις επενδύσεις στον τομέα είναι οι παράγοντες που κρύβονται πίσω από τις σταθερές παραγωγές στην Ιβηρικό χερσόνησο. Ο διευθύνων σύμβουλος της Sovena , της μεγαλύτερης αγροτικής επιχείρησης στην Πορτογαλία, Γιόργκε ντε Μελο, δήλωσε στο Olive Oil Times ότι τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία μοιράζονται ελκυστικά επενδυτικά περιβάλλοντα, τα οποία έχουν οδηγήσει σε βελτιώσεις της ελαιοκομικής δραστηριότητας.
«Ο κλάδος πήρε μια ώθηση και στις δυο χώρες από ένα ελκυστικό περιβάλλον για επενδύσεις το οποίο δημιούργησε υποδομές και εκμοντερνισμό των ελαιώνων» υποστήριξε. «Η εισαγωγή νέων ποικιλιών και άρδευσης οδήγησαν σε μια αυξημένη παραγωγή στις δυο γειτονικές χώρες» συνέχισε. Ο κ. ντε Μέλο αναφέρθηκε επίσης και στην επένδυση που οδήγησε στην δημιουργία του φράγματος στην λίμνη Αλκουέβα στην Πορτογαλία, η οποία επέτρεψε την καλλιέργεια ελαιόδεντρων με το σύστημα της υπέρπυκνης φύτευσης σε μια περιοχή που διαφορετικά δεν θα υπήρχαν τα περιθώρια καλλιέργειας της ελιάς.
Στο μεταξύ στην Ισπανία, η διαδικασία της ελαιοκομίας προχωράει ακάθεκτη με νέες φυτεύσεις αλλά και εκμοντερνισμό των ελαιοτριβείων, δίνοντας την δυνατότητα στη χώρα, σε μια καλή χρονιά, να ξεπεράσει ακόμα και τους 2 εκατ. τόνους, ενώ οι παράγοντες των εκεί αγορών εκτιμούν πως μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, η Πορτογαλία θα έχει γίνει η Πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο.
Ο Χουαν Βιλλάρ, Ισπανός ειδικός στο ελαιόλαδο, υποστηρίζει πως αν δεν αλλάξουν οι διαδικασίες στην Ιταλία και την Ισπανία, και δεν γίνουν επενδύσεις, η παραγωγή θα συνεχίσει να μειώνεται. «Η Ελλάδα και η Ιταλία, σιγά σιγά, θα χάσουν την βαρύτητά τους στον κλάδο», υποστήριξε χαρακτηριστικά στο Olive Oil Times.
Ωστόσο να αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η μείωση της παραγωγής σε όγκο, δεν συνεπάγεται και σε απώλεια της ποιότητας και σε ιταλικό και ελληνικό ελαιόλαδο. Στην πραγματικότητα Ιταλία και Ελλάδα ακατάπαυστα βελτιώνουν την ποιότητά τους τα τελευταία δυο χρόνια, γεγονός που μαρτυρούν και οι βραβεύσεις των ελαιολάδων από τις χώρες αυτές σε διεθνείς διαγωνισμούς. «Με όρους ποιότητας, συναντάμε πολλά εξαιρετικά ελαιόλαδα, έξτρα παρθένα με διαφοροποιήσεις στη γεύση και ιδιαίτερα πλούσια σε πολυφαινόλες», υπογραμμίζει η κα. Γκαλίνα Τόσι.