Από τις πρώτες ημέρες της συγκομιδής οι έμποροι έδειξαν τις προθέσεις τους ανακοινώνοντας τιμή παραλαβής στα 80 λεπτά το κιλό για την πρώτη κατηγορία (110 τεμάχια το κιλό), χαμηλότερα κατά 20 λεπτά σε σύγκριση με πέρυσι.
Όμως ο τεμαχισμός αυτός αντιπροσωπεύει μόλις το 15-20% της συνολικής παραγωγής, αφού η ξηρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού οδήγησαν σε μείωση του μεγέθους των καρπών.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις των παραγωγών για τις ψιλές ελιές (160 τεμάχια το κιλό) που πωλούνται στα 15 λεπτά το κιλό, ότι η «αξία τους είναι πιο χαμηλή κι απ’ το σιτάρι».
Οι όποιες προσπάθειες προσέγγισης των εμπόρων για βελτίωση των τιμών της αγοράς τουλάχιστον στα περσινά επίπεδα έπεσαν στο κενό, αφού οι τρεις μεγάλοι μεταποιητές αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε συζητήσεις. Οι εταιρείες «REGINA - Κ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΒΕΕ» και «Κωνσταντόπουλος Α.Ε.- Olymp» απορροφούν κάθε χρόνο 10.000 τόνους έκαστος ενώ ακολουθεί η «INTERCOMM FOODS AE» με ελαφρά χαμηλότερη ποσότητα. Οι τοπικοί έμποροι απορροφούν περίπου 40-50.000 τόνους, ωστόσο δουλεύουν φασόν για τους προαναφερθέντες τρεις μεγάλους εμπόρους, οι οποίοι κυριαρχούν στις εξαγωγές, όπως μας πληροφορεί ο Βαγγέλης Μισαηλίδης, πρόεδρος του ΑΣ Σημάντρων.
Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι πριν από μια τριετία, η αγορά λειτουργούσε σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, αφού η μειωμένη παραγωγή το 2009 οδήγησε σε άνοδο των τιμών ακόμα και στα 1,70 ευρώ το κιλό για τα μεγάλα μεγέθη. Ο ανταγωνισμός αυτός οδήγησε τελικά σε χασούρα για την πλευρά των εμπόρων, οι οποίοι έκτοτε ακολουθούν ενιαία γραμμή, σύμφωνα με τον Σάκη Κασαμανώλη, παραγωγό και γεωπόνο της περιοχής.
Η συγκομιδή βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο 50% και υπολογίζεται πως θα μαζευτεί ακόμα ένα 20%, ενώ η υπόλοιπη παραγωγή θα πάει για λάδι. Η μέση τιμή εκτιμάται πως θα διαμορφωθεί στα 40-45 λεπτά το κιλό φέτος, τη στιγμή που άλλες χρονιές ξεπερνούσε τα 80 λεπτά. Η τιμή αυτή δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα παραγωγής, αφού τα συγκομιστικά μόνο επιβαρύνουν με 10 λεπτά το κιλό. Αξίζει να σημειωθεί πως η πράσινη ελιά που πρόσφατα αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ προϊόν, εξάγεται κατά 90% στο εξωτερικό και αποτελεί ένα προϊόν με αυξημένη προστιθέμενη αξία που δεν στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση.