
Φρένο στη κάθοδο πάτησαν οι τιµές σκληρού σίτου τις τελευταίες µέρες, µε την ετήσια αγορά καιρού να επιστρέφει στο προσκήνιο και να οδηγεί την αγορά σε µία αρκετά ρευστή ισορροπία.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου, όσον αφορά το κομμάτι της εξαγωγής φαίνεται να έχει κάπως μειωθεί η ζήτηση.
Στα γνωστά επίπεδα των 335 µε 342 ευρώ ο τόνος για την πρώτη ποιότητα συνεχίζει να ισορροπεί η ιταλική αγορά σκληρού σίτου, µε τον εμπορικό πόλεμο µεταξύ ΗΠΑ και…όλων των υπολοίπων να μην επηρεάζει τόσο τις προοπτικές τιμολόγησης στο σκληρό σιτάρι. Πλέον, η προσοχή στρέφεται στις σοδειές της επόμενης σεζόν για τους βασικούς παίκτες-κλειδιά.
Σε χαμηλό 9ετίας οι εξαγωγές ρωσικών σιτηρών, χάνει έδαφος στην Ευρώπη Τον Φεβρουάριο του 2025, οι εξαγωγές σιτηρών από τη Ρωσία έφτασαν σε ιστορικό χαμηλό, μειώνοντας 2,4 φορές σε σύγκριση με πέρυσι. Σύμφωνα με τη Ρωσική Ένωση Σιτηρών, το διάστημα αυτό εξήχθησαν μόλις 2,3 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών, που είναι ο μικρότερος όγκος για τον Φεβρουάριο τα τελευταία εννέα χρόνια.
Σε περίοδο σημαντικής νευρικότητας εισέρχεται η αγορά στο σκληρό σιτάρι, με τις πρώτες ενδείξεις από κύρια παραγωγικά κέντρα να είναι ανάμεικτες καθώς για δεύτερη διαδοχική χρονιά αναμένονται πολλά στρέμματα σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και η εύλογη ανησυχία για τις επιπτώσεις των δασμών ΗΠΑ στις εξαγωγικές ροές του Καναδά ίσως τελικά δεν αποτυπωθεί με μια απότομη μείωση των τοπικών τιμών, αν και όταν βέβαια οι δασμοί 25% μπουν τελικά σε ισχύ.
Mια σειρά απαιτήσεων από τη βιοµηχανία, αλλά και προκλήσεων από το διεθνές εµπόριο, δείχνουν να ορίζουν αλλαγές στην προσέγγιση της καλλιέργειας του ρυζιού για το 2025, σε σηµείο ώστε παράγοντες του κλάδου να λένε πως το προϊόν εισέρχεται σε µια νέα εποχή.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου συνεχίζονται οι φορτώσεις παλαιότερων κυρίως συµβολαίων πώλησης προς εξαγωγή, στα γνώριµα επίπεδα των 310 ευρώ ο τόνος FOB λιµάνι µας για καλές φετινές ποιότητες.
Περίοδο σταθερότητας διανύει η αγορά σκληρού σίτου, ενόψει των πρώτων ενδείξεων αναφορικά µε την παγκόσµια παραγωγή, µε τα ιταλικά κέντρα εµπορίας να παραµένουν τα γνωστά επίπεδα των τελευταίων 15 ηµερών, ήτοι 337 µε 342 ευρώ ο τόνος στο Νότο και 325 µε 330 ευρώ ο τόνος για τον Βορρά, πάντα µιλώντας για τιµή αποθήκης και σκληρό πρώτης ποιότητας.
Ίσα που πρόλαβε να μπει ο Φεβρουάριος και οι κάπως ομολογουμένως αισιόδοξες αρχικές εκτιμήσεις της Rabobank λίγο πριν τα Χριστούγεννα για την αγορά σιταριού το 2025 φαίνεται πως επαληθεύονται. Μετά τις γιορτές η εμπορική δραστηριότητα σε διεθνές επίπεδο έμεινε ψηλά με ζωηρή ζήτηση ενώ και τα προηγουμένως μεγάλα αποθέματα σταδιακά ροκανίζονται. Οι συνήθεις ύποπτοι από την Μαύρη Θάλασσα (περισσότερο η Ρωσία) κόβουν τονάζ στο σιτάρι όλων των τύπων, ασκώντας πιο συντηρητική πολιτική ενόψει μείωσης της σοδειάς το 2025.
Πρώτα σινιάλα διαφοροποίησης για τις ανώτερες ποιότητες στο σκληρό σιτάρι τους επόμενους μήνες δίνει η ιταλική αγορά, με το εμπορικό κέντρο της Φότζια να συμπληρώνει με 7 ευρώ ο τόνος την τιμολόγηση στις 29 Ιανουαρίου και την πρώτη ποιότητα να βρίσκεται μια ανάσα από το ψυχολογικό όριο των 340 ευρώ ο τόνος. Στα ονομαστικά ελληνικά δεδομένα, η διατίμηση βγάζει 28,5 με 29 λεπτά το κιλό, τιμή παραγωγού.
Επέστρεψε μετά από σχεδόν 7 μήνες σε επίπεδα τιμών πάνω από 330 ευρώ ο τόνος το ποιοτικό σκληρό σιτάρι στην Ιταλική αγορά, με την ανανεωμένη λίστα του εμπορικού κέντρου της Φότζια στις 22 Ιανουαρίου να δίνει μια ενδιαφέρουσα συνέχεια στο ανοδικό κανάλι των τελευταίων δύο συνεδριάσεων, γράφοντας συν 5 ευρώ για όλες τις ποιοτικές κατηγορίες.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου, µετά από µια µικρή παύση στις εξαγωγές, είχαµε επανεκκίνηση διαπραγµατεύσεων και νέων πωλήσεων στα επίπεδα των 300-305 ευρώ ο τόνος FOB λιµάνι µας. Οι εξαγωγές, σύµφωνα µε παράγοντες του κλάδου, έχουν ξεπεράσει πλέον τους 500.000 τόνους και συνεχίζονται. Είναι πολύ πιθανό να φτάσουµε στην νέα σοδειά το καλοκαίρι µε ελάχιστα αποθέµατα.
∆ίχως εκπλήξεις ξανάνοιξε η αγορά σκληρού σίτου στην Ιταλία, µε τα εµπορικά κέντρα σε Βορρά και Νότο να διατηρούν αµετάβλητη την τιµολόγηση για το σύνολο των ποιοτικών κατηγοριών, µετά και το «διάλειµµα» των 3 εβδοµάδων ελέω γιορτών.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου οι εξαγωγές κοντεύουν να πιάσουν τους 500.000 τόνους, επίπεδα δηλαδή ρεκόρ για την εποχή. Επακόλουθα, η παραγωγή φέτος είναι µεγαλύτερη από αυτή που υπολογιζόταν αρχικά, ενώ δεν αποκλείεται να ήταν αρκετά περισσότερα τα αρχικά αποθέµατα.
Προς µια ρευστή αλλά ενδιαφέρουσα σεζόν οδεύει το 2025 το σκληρό σιτάρι, µε τη φθηνότερη πρώτη ύλη του Καναδά να αδυνατεί να τραβήξει τις τιµές κάτω από τα 300 ευρώ ο τόνος FOB στις αγορές της Ελλάδας και της Ισπανίας, κυρίως λόγω ισχυροποίησης του δολαρίου, την ώρα που η µεγαλοπαραγωγός Τουρκία τηρεί σκληρή γραµµή και βάζει καρτελάκι πώλησης αυστηρά στα 330 ευρώ ο τόνος για την πληθωρική σοδειά της.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου, η προσπάθεια των Ιταλών να χαµηλώσουν λίγο τις τιµές δεν προχώρησε, µε αποτέλεσµα να σηµειωθούν ξανά εξαγωγές στα γνώριµα επίπεδα των 300 ευρώ ο τόνος FOB λιµάνι µας. Συνολικά οι εξαγωγές πρέπει να έχουν πιάσει επίπεδα ρεκόρ φέτος, αποδεικνύοντας πως τελικά η παραγωγή ήταν µεγαλύτερη απ’ όσο αρχικά πιστέυαµε.
Στα σκληρά οι τιµές εξαγωγής παραµένουν θεωρητικά στα επίπεδα των 300 ευρώ o τονος FOB λιµάνι µας. Σε αυτά τα επίπεδα πραγµατοποιούνται παλαιότερες φορτώσεις πλοίων, εντούτοις δεν σηµειώνονται νέες δουλειές, δεδοµένου ότι οι Ιταλοί προσπαθούν να µειώσουν τις τιµές. Αυτό δεν φαίνεται για την ώρα να περνάει στη ελληνική αγορά, καθώς οι τοπικοί έµποροι έχουν ήδη πουλήσει πολλά και δεν βιάζονται να µειώσουν τις προσφερόµενες τιµές.
Στην ελληνική αγορά σκληρού σίτου θεωρητικά οι τιµές εξαγωγής κυµαίνονται γύρω από τα 300 ευρώ ο τόνος FOB, αλλά η αγορά έχει κάπως παγώσει αυτές τις ηµέρες. Έχουν κλειστεί πολλά καράβια µέχρι στιγµής, εποµένως δεν υπάρχει βιασύνη από τους εµπόρους και τους εξαγωγείς να προσφέρουν πιο δελεαστικά επίπεδα τιµών.
Νέες ποικιλίες, με ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον από απαιτητικές αγορές του εξωτερικού, πρόκειται να κάνουν την εμφάνισή τους στην πεδιάδα της δυτικής Θεσσαλονίκης, στην καλλιεργητική περίοδο του 2025, ώστε να υπάρξει διαφοροποίηση από τον ανταγωνισμό και το προϊόν να είναι σε θέση να διεκδικήσει με αξιώσεις υπεραξία για τους εμπλεκόμενους.