Στην τελευταία της έκθεση για τις προοπτικές των commodities, η Παγκόσµια Τράπεζα, στέκεται στο κεφάλαιο των αγροτικών εµπορευµάτων στην ενίσχυση που σηµείωσε ο ∆είκτης Τιµών των σιτηρών και ειδικά του Σιταριού. Σύµφωνα µε την έκθεση, ο ∆είκτης Τιµών των Σιτηρών έχει ενισχυθεί κατά 4,4% µε την παραγωγή της τρέχουσας εµπορικής περιόδου να έχει αυξηθεί κατά 1%, όσο η κατανάλωση ξεπερνάει το ποσοστό αυτό. Σε αυτή την εξίσωση, η αναλογία ανάµεσα στα αποθέµατα και την κατανάλωση να παραµένει σταθερή. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των καλλιεργειών που αναµένεται να συγκοµιστούν, η έκθεση εκτιµά πως οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη των φυτών στη Βόρεια Αµερική και ειδικά στον Καναδά.
Πάντως, ακόµη και αν επιβεβαιωθεί το σενάριο αύξησης της παραγωγής σιτηρών κατά 5%, ως αποτέλεσµα µιας θετικής εξέλιξης των καλλιεργειών σε Ρωσία, Καζακστάν, Ουκρανία και Βόρεια Αµερική, περιοχές στις οποίες αντιστοιχεί το 60% του παγκόσµιου εµπορίου, η αναλογία αποθεµάτων-κατανάλωσης, δεν αναµένεται να αυξηθεί πάνω από 0,39% σύµφωνα µε την έκθεση.
Σε ό,τι αφορά στον ∆είκτη Τιµών Αγροτικών Πρώτων Υλών, στον οποίο συγκαταλέγεται και το βαµβάκι, η έκθεση τον καταγράφει εξασθενισµένο κατά 2% συγκριτικά µε πέρυσι, ωστόσο εκτιµά πως δεν θα υποχωρήσει περαιτέρω µέχρι το τέλος του έτους. Από την άλλη, αναµένει µια αύξηση κατά 1,6% για το 2021.
Τα μακροοικονομικά των αγροτικών commodities
∆ύο µακροοικονοµικούς παράγοντες ξεχωρίζει η έκθεση, ως τους βασικούς διαµορφωτές της αξίας των αγροτικών εµπορευµάτων, την ισοτιµία του δολαρίου και τους εµπορικούς περιορισµούς. Μία περαιτέρω ενίσχυση του δολαρίου ΗΠΑ θα µπορούσε να ασκήσει πτωτική πίεση στις τιµές των εµπορευµάτων. Πράγµατι, η υποτονικότητα σε ορισµένες τιµές των εµπορευµάτων κατά τη διάρκεια του πρώτου τρίµηνου του 2020 αντικατοπτρίζει, εν µέρει, ένα ισχυρότερο δολάριο, υποστηρίζει η Παγκόσµια Τράπεζα. Σηµειώνεται ότι ο σταθµισµένος δείκτης δολαρίου αυξήθηκε περισσότερο από 8% τους τελευταίους δύο µήνες. Η έρευνα έχει δείξει ότι η ανατίµηση του δολαρίου κατά 10% έναντι των µεγάλων νοµισµάτων σχετίζεται µε πτώση των τιµών των εµπορευµάτων διεθνώς κατά 5%.
Επιπλέον, οι εµπορικές πολιτικές περιορισµού και οι κρατικές παρεµβάσεις σε επίπεδο διαµόρφωσης της εσωτερικής αγοράς, διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στις µεταβολές των τιµών των βασικών αγροτικών προϊόντων. Ένα τέτοιο παράδειγµα ήταν η απόφαση της Ρωσίας για περιορισµό των εξαγωγών σίτου.
Μειωμένο ενεργειακό κόστος 40% ως το 2020
Το ενεργειακό κόστος αναµένεται να διατηρηθεί στο -40% καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αναφέρει η έκθεση της Παγκόσµιας Τράπεζας, συµπληρώνοντας πως κατ’ επέκταση οι τιµές των λιπασµάτων δεν µπορούν παρά να επηρεαστούν, καταγράφοντας και αυτές µια υποχώρηση της τάξης του 10% για το 2020. Ωστόσο οι συντάκτες σηµειώνουν ότι οι τιµές θα ανακάµψουν, χωρίς όµως οι µέσες τιµές να παρεκκλίνουν από το εύρος που αποδίδεται παραπάνω.
Μπορεί τώρα το κόστος της ενέργειας να αντανακλάται στο κόστος παραγωγής, είτε άµεσα από την αξία των καυσίµων, είτε έµµεσα µέσω των λιπασµάτων και των υπόλοιπων εισροών, ωστόσο τρεις κατηγορίες εκτατικών καλλιεργειών, το καλαµπόκι στις ΗΠΑ, οι ελαιούχοι σπόροι στην Ευρώπη και τα ζαχαροκάλαµα στη Βραζιλία, αναµένεται να υποστούν καθοδικές πιέσεις, σηµειώνεται στην έκθεση.
Αυτό γιατί βρίσκονται σε άµεση συνάρτηση µε την αγορά βιοντίζελ, η οποία κατά την έκθεση, έχει δει και καλύτερες ηµέρες. «Ο ρυθµός ανάκαµψης της αγοράς βιοντίζελ και η διάρκεια των περιοριστικών µέτρων θα διαµορφώσουν την τύχη των τριών αυτών εµπορευµάτων» αναφέρεται χαρακτηριστικά.