Συνεπώς με τιμή στα 302 ευρώ ανά τόνο, από τα 310 που ήταν νωρίτερα αναμένεται πως θα πορευτεί η ιταλική αγορά μέχρι τα αλώνια, αφού έπειτα από την άνοδο την περίοδο της καραντίνας, αυτό που περίμεναν πολλοί αγοραστές για να προχωρήσουν σε κάτι καλύτερο, ήταν το να προκύψουν προβλήματα σε βασικές χώρες παραγωγής.
Απαντήσεις σε αυτό φέρνει η νέα έκθεση του FAO για την παγκόσμια παραγωγή σιταριού το 2020 που μιλά για μια παραγωγή περίπου 762,6 εκατομμυρίων τόνων, συγκρίσιμη με εκείνη της παραγωγής του 2019. Μάλιστα όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση ο FAO αναμένεται μικρότερη συγκομιδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Βόρεια Αφρική, την Ουκρανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αυτές οι μειώσεις πιθανότατα θα αντισταθμιστούν από την ανάκαμψη της παραγωγής που αναμένεται στο Καζακστάν, καθώς και από μεγαλύτερες συγκομιδές στη Ρωσία.
Σε ό,τι αφορά στην εγχώρια αγορά, ακούγονται κάποιες ανησυχίες σχετικά με την παραγωγή καθώς οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή δεν την ευνοούν. Σε αυτήν την κρίσιμη για την καλλιέργεια περίοδο, τον πρώτο λόγο τον έχουν οι καιρικές συνθήκες. Παρόμοια είναι η εικόνα και στην γειτονική Ιταλία και όπως εξηγούν στην Agrenda αναλυτές της αγοράς, αν εκδηλωθούν προβλήματα εκεί, είναι βέβαιο πως αυτό θα αποτυπωθεί με δουλειά σε εξαγωγή ελληνικού σκληρού.
Διαβάστε επίσης: Πιστώνεται η συνδεδεμένη στα βοοειδή που είναι μειωμένη
Στον Καναδά όλα δείχνουν πως θα καταγραφεί αύξηση των εκτάσεων κατά 10%, με τα αλώνια της χώρας να ξεκινούν τον Οκτώβριο, γεγονός που δίνει την εντύπωση στην αγορά πως θα υπάρξουν στάρια διαθέσιμα προς εξαγωγή και αργότερα. Σημαντικό όμως στην περίπτωση της χώρας της Βόρειας Αμερικής είναι το γεγονός ότι μειώθηκαν σημαντικά τα αποθέματα τους σε σχέση με την αντίστοιχη εποχή πέρυσι.
Στο κομμάτι της κατανάλωσης, αναμένεται πως θα αξιοποιηθούν περίπου 760 εκατ. τόνοι σιταριού, σύμφωνα με τον FAO, με τις αναμενόμενες αυξήσεις στην κατανάλωση τροφίμων να υπερβαίνουν τις αναμενόμενες μειώσεις για χρήση σε ζωοτροφές και την βιομηχανία, ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Οι μειώσεις αυτές ανταποκρίνονται στις εκτιμήσεις για περιορισμένη ζήτηση λόγω των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.