Σε ό,τι αφορά τις µεσόσπερµες ποικιλίες, οι πληροφορίες από τον κάµπο της δυτικής Θεσσαλονίκης, αναφέρουν ότι αυτή τη στιγµή το τύπου Ronaldo «παίζει» στα περίπου 28 λεπτά το κιλό, ενώ στην αρχή της σεζόν άνοιξε µε εµπορικές πράξεις στα 29,5 λεπτά. Στον αντίποδα, τα τύπου bonnet που είχαν κάνει «άνοιγµα» στα 30 λεπτά το κιλό, σήµερα απορροφώνται µε 34 λεπτά το κιλό.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ τις τιµές για τις λίγες -κατά το σύνηθες- Καρολίνες, αυτές πιάνουν και τα 39 λεπτά το κιλό, από τα 35 λεπτά, που ξεκίνησαν στην αρχή της εµπορικής περιόδου. «Στα µεσόσπερµα ρύζια, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει η αναµενόµενη ροή στην πώληση τους κι αυτό έχει παρατηρηθεί εδώ και περίπου 45 µέρες. Μέχρι στιγµής εκτιµάται ότι έχει φύγει γύρω στο 65%-70% της περσινής παραγωγής» επισηµαίνει στην εφηµερίδα Agrenda ο πρόεδρος του Συνεταιρισµού Β’ Ρυζοπαραγωγών Χαλάστρας Θεσσαλονίκης, Βασίλης Κουκουρίκης.
ΕΝ∆ΕΙΚΤΙΚΟ των χαµηλών στροφών της αγοράς, είναι το γεγονός ότι µια συµφωνία που έκλεισε προ ηµερών η συγκεκριµένη οργάνωση για ένα καράβι µεσόσπερµου ρυζιού µε προορισµό την Ισπανία, που θα φύγει στο τρίτο δεκαήµερο του Μαΐου, έγινε µε τιµή στα 27,3 λεπτά, που είναι µια ή άλλη µε το κόστος παραγωγής. Παρόλα αυτά όµως αποµένει αρκετό διάστηµα µέχρι τον Ιούλιο, οπότε και ολοκληρώνεται η εµπορική σεζόν και ενδέχεται να αλλάξει η κατάσταση. Άλλωστε επίκειται και το άνοιγµα του τουρισµού και της εστίασης.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕΝΗ µετ’ εµποδίων διάθεση των µεσόσπερµων ποικιλιών ρυζιού, ο παραγωγός Γιάννης Παπαδόπουλος από τα Μάλγαρα εκτιµά ότι η αιτία σχετίζεται κυρίως µε το ό,τι πέρυσι τέτοιον καιρό οι έµποροι από την Τουρκία προχώρησαν σε µεγάλες αγορές µε σκοπό να «στοκάρουν» προϊόν πιστεύοντας πως θα υπάρξουν αυξηµένες ανάγκες να καλυφθούν, αλλά αποδείχθηκε πως δεν κατάφεραν να το διαθέσουν και τώρα το στοκ αυτό πέφτει στην αγορά και πιέζει τις τιµές της αγοράς την τρέχουσα περίοδο.
Ο ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ Γιώργος Μπότας, πάλι, αποδίδει τη χαµηλή εµπορική ροή στα προβλήµατα που έφερε στην εστίαση και το Horeca ο κορωνοϊός, αλλά και στην οικονοµική κατάσταση στην Τουρκία, όπου κατευθύνεται κατά κύριο λόγο το µεσόπερµο ρύζι της περιοχής. Ο συνοµιλητής µας εκτιµά επίσης πως αν παραµείνει αναιµική η ζήτηση και τις επόµενες εβδοµάδες δεν αποκλείεται τελικά να µείνουν κάποια αποθέµατα στις αποθήκες συνεταιρισµών και παραγωγών.
«ΘΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ επιπτώσεις στη ρευστότητα οργανώσεων και παραγωγών και στη διαθεσιµότητα των χώρων για την αποθήκευση της νέα σοδειάς το φθινόπωρο», αναφέρει. Για τα µακρύσπερµα και τις Καρολίνες, οι συνοµιλητές µας λένε πως υπάρχει καλύτερη ροή και οι τιµές είναι αυξηµένες σε σχέση µε την αρχή της περιόδου, αλλά και µε πέρυσι. Η κατηγορία αυτή ωστόσο, καλύπτει περί το 30% της ετήσιας εθνικής παραγωγής ρυζιού και κατευθύνεται στο εσωτερικό και τις ξένες αγορές.
Ζητούν Καρολίνες και δίνουν έως 39 λεπτά οι μύλοι
Του Λεωνίδα Λιάμη
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι ρυζοπαραγωγοί ξεκίνησαν τις εργασίες για τη σπορά της φετινής καλλιεργητικής περιόδου, σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται ιδανικές όσον αφορά τα κλιµατικά δεδοµένα. Από την αρχή της εβδοµάδας έχουν ξεκινήσει οι κατακλύσεις των χωραφιών µε νερά και η διαδικασία της σποράς είναι στην κορύφωσή της. Και πάλι οι µεσόσπερµες ποικιλίες θα κυριαρχήσουν στις προτιµήσεις των παραγωγών, αν και αναµένεται να αυξηθούν κατά τι τα µακρύσπερµα. Επίσης για τη φετινή καλλιεργητική σεζόν προκειµένου να σπαρθούν περισσότερα στρέµµατα µε Καρολίνα, που είναι µεν µια δύσκολη ποικιλία, αλλά έχει ζήτηση από την ελληνική αγορά, οι µύλοι κάνουν συµβόλαια µε παραγωγούς µε τιµή βάσης τα 37 λεπτά το κιλό και µε ποιοτικό bonus άλλο ένα λεπτό το κιλό, για µια έκταση της τάξης των 8.000 στρεµµάτων, που θα δώσει περί τους 5.000 – 6.000 τόνους ρυζιού.
Από την άλλη το ∆ιεθνές Συµβούλιο Σιτηρών (IGC) χαρτογραφεί για το ρύζι υποστηρικτικά θεµελιώδη που θα µπορούσαν τους επόµενους µήνες να ενισχύσουν την αγορά. Ήδη η παγκόσµια κατανάλωση έχει καταγράψει άνοδο, γεγονός που αποτυπώνεται στις εκτιµήσεις για τα τελικά αποθέµατα της εµπορικής περιόδου, τα οποία αναµένεται να περιοριστούν κατά 1 εκατ. τόνους, στους 173 εκατ. τόνους. Οι εµπορικές ροές για το 2022 αναµένεται να παραµείνουν σταθερές στους 46 εκατ. τόνους όσο η χρήση από τη βιοµηχανία βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά