Το κακό και το άσχηµο σενάριο για την πορεία των τιµών βάµβακος αποτυπώνει σε πρόσφατη ανάλυσή της η ∆ιεθνής Συµβουλευτική Βάµβακος, εξετάζοντας δυο περιπτώσεις ανάκαµψης των τιµών: µε ήπιους ρυθµούς και µε βασανιστικά αργούς.
Θα έλεγε κανείς ότι το πρώτο σενάριο, αυτό της µετριοπαθούς επιστροφής δοκιµάζεται ήδη, αφού στο χρηµατιστήριο βάµβακος τα µελλοντικά συµβόλαια Ιουλίου διαπραγµατεύονται στα 60 σεντς η λίµπρα, ενώ για τα συµβόλαια ∆εκεµβρίου η τιµή φτάνει τα 59,57 σεντς. Σε αυτό το ενδεχόµενο, σύµφωνα µε την ICAC το προϊόν θα ανακάµψει µαζί µε την υπόλοιπη αγορά, όσο η κατανάλωση θα επιστρέφει σε προ πανδηµίας επίπεδα. Άλλωστε ήδη το βαµβάκι φαίνεται να έχει αφήσει πίσω του τα χειρότερα όταν πριν από µερικές εβδοµάδες η τιµή στο Σικάγο έφτασε τα 48 σεντς ανά λίµπρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στα 70 σεντς, παραµένει πάντως µακρινή αφού ήδη διανύεται µια περίοδος υποκατανάλωσης όπου ο κόσµος δύσκολα θα ψωνίζει τελικά προϊόντα βάµβακος, όλα τα κλωστήρια θα λειτουργούν αλλά σε χαµηλότερους ρυθµούς, ενώ και οι µεγάλοι οίκοι µόδας έχουν µειώσει τις παραγγελίες.
Το άσχηµο σενάριο τώρα, θέλει το βαµβάκι να εγκλωβίζεται στο υφιστάµενο εύρος τιµών για αρκετά µεγαλύτερο διάστηµα, ώστε τελικά τα αποθέµατα να ενισχυθούν και να διατηρήσουν εµπόδια και για την µεθεπόµενη εµπορική χρονιά που ξεκινά το 2021. Στο χρηµατιστήριο αρκετοί φοβούνται διόρθωση καθώς θεωρούν πως η χρηµατιστηριακή εικόνα δεν συνδέεται µε το τι συµβαίνει στην φυσική αγορά.
Πάντως όπως εξηγούν στην Agrenda αναλυτές, υπάρχουν θεµελιώδη στην αγορά που θα µπορούσαν να στηρίξουν το προϊόν και να του επιτρέψουν να δοκιµάσει τους επόµενους µήνες τιµές κοντά στα 65 σεντς.
Διαβάστε επίσης: Λίγο το σιτάρι στην ΕΕ και διεκδικεί καλύτερες τιμές επιβεβαιώνει έκθεση αγορών της Τράπεζας Πειραιώς
Οι αγρότες σε µεγάλα βαµβακοπαραγωγικά κέντρα έβαλαν λιγότερες εκτάσεις, ως απόρροια των χαµηλών τιµών και των ενδείξεων που υπήρχαν στην αγορά ήδη από την περίοδο σποράς στο βόρειο ηµισφαίριο. Σηµειώνεται ότι για την περίοδο 2019-2020 η παραγωγή ανήλθε στους 25,2 εκατ. τόνους. Εν τω µεταξύ, η παγκόσµια κατανάλωση για το 2019-2020 εκτιµάται επί του παρόντος στους 23 εκατ. τόνους από την πρόσθετη πίεση των µέτρων περιορισµού και τη συνεχή πίεση των παγκόσµιων εµπορικών εντάσεων.
Με τη µείωση της χρήσης, τα επίπεδα των τελικών αποθεµάτων αναµένεται να αυξηθούν σε 21,8 εκατ. τόνους µε την αναλογία αποθεµάτων προς χρήση σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά έχει διαµορφώσει ένα στήριγµα γύρω από τα 60 σεντς, το οποίο προσπαθεί να κρατήσει µε νύχια και µε δόντια. Σύµφωνα µε αναλυτές, ακόµα και κάποια διόρθωση να συντελεστεί, δεν θα βρουν οι αγοραστές πολλά περιθώρια να σπρώξουν την τιµή µακριά από τα 60 σεντς.
Αυξάνει το ΑΕΠ, παρασύρει την κατανάλωση
Μια συρρίκνωση της παγκόσµιας οικονοµίας κατά 3% σύµφωνα µε τις τελευταίες εκτιµήσεις του ∆ΝΤ, σηµαίνει και µείωση της κατανάλωσης βαµβακιού κατά 11%, αποτιµά η ICAC. Ήδη οι τρεις µεγαλύτεροι εισαγωγείς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ειδών ένδυσης σε όρους αξίας -ΕΕ, ΗΠΑ και Ιαπωνία- µείωσαν σηµαντικά τις εισαγωγές αυτών των ειδών το πρώτο τρίµηνο του 2020. Από τα τέλη Φεβρουαρίου, πολλές παραγγελίες εξαγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυµάτων έχουν ακυρωθεί ή καθυστερήσει και µεγάλες εταιρείες λιανικής έχουν υποβάλει αίτηση πτώχευσης.
Ως αποτέλεσµα, η ICAC αναφέρει ότι οι βραχυπρόθεσµες προοπτικές για την εν λόγω βιοµηχανία αναµένεται να είναι αρνητικές. Ειδικότερα, οι έµποροι βαµβακιού διατρέχουν κίνδυνο µείωσης της αξίας του εµπορίου λόγω ακυρώσεων συµβολαίων και απώλειας αγοράς. Την ίδια στιγµή, οι χρεώσεις αποθήκευσης µπορεί να αντιπροσωπεύουν κόστος 16 εκατ. δολαρίων ανά µήνα. Ωστόσο, από τη µία η βιοµηχανία υφασµάτων, που επανέρχεται σταδιακά, από την άλλη, οι αγορές της Κίνας, η οποία έχει ήδη παραγγείλει 100.000 µπάλες από τα ΗΠΑ προκειµένου να χτίσει τα κρατικά της αποθέµατα, θα στηρίξουν το προϊόν τους δύσκολους προσεχείς µήνες.