Στην τιµή αυτή, που προσφέρουν µεγάλες µεταποιητικές µονάδες σε καλά οργανωµένους παραγωγούς, περιλαµβάνονται µεσιτικά και πριµ ποιότητας, ενώ ποσότητες κλείνονται στα 69 λεπτά το κιλό για απλά βαµβάκια. Στους κάµπους της Στερεάς Ελλάδας τα τζάµια των εκκοκκιστηρίων γράφουν τα 67 λεπτά µε τους παραγωγούς εκεί να αναµένουν περαιτέρω ενίσχυση των τιµών.
Την ίδια στιγµή, στα 67 λεπτά ανέρχεται η τιµή στους κάµπους της Μακεδονίας για σύσπορο χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικό πάντως της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά, είναι και το γεγονός ότι πριν καν βγει ο Σεπτέµβριος, υπάρχει τιµή για το προϊόν, µε αρκετούς παραγωγούς να επιλέγουν το κλείσιµο ποσοτήτων, όσο η διεθνής συγκυρία επιτρέπει τέτοια υψηλά.
Η χρηµατιστηριακή τιµή, έδειξε ότι µπορεί να κρατήσει το εύρος των 100 σεντς, µε τον δείκτη να συναντά αντίσταση στα 105 σεντς ανά λίµπρα. Λίγες ώρες πριν το άνοιγµα της αγοράς στη Νέα Υόρκη την Πέµπτη 30 Σεπτεµβρίου, οι διαπραγµατεύσεις των συµβολαίων ∆εκεµβρίου 2021 κυµαίνονταν τα 103 σεντς ανά λίµπρα.
Να σηµειωθεί ότι οι ελληνικές τιµές εκκοκκισµένου µετά την άνοδο πλησιάζουν τα 110 σεντς ανά λίµπρα (2,09 ευρώ το κιλό για το εκκοκκισµένο) οι οποίες και πληρώνονται για µικρές ποσότητες. Πλέον, η αγορά βρίσκεται σε ένα κρίσιµο σηµείο που φέρνει παράλληλα και νέες ισορροπίες, οι οποίες έχουν ήδη περάσει στην Ελλάδα.
Το ράλι της διεθνούς τιµής ξεκίνησε την περασµένη ∆ευτέρα, µε το χρηµατιστήριο της Νέας Υόρκης να κλείνει το βράδυ της Τρίτης 28 Σεπτεµβρίου στα 100,03 δολάρια, κρατώντας οριακά το ψυχολογικό όριο.
Αναλυτές εξηγούν στην Agrenda ότι η απότοµη αυτή άνοδος ήταν τεχνική και πυροδοτήθηκε έπειτα από το σπάσιµο της ισχυρής αντίστασης των 96 σεντς ανά λίµπρα, µε τον δείκτη τότε να µην έχει άλλη «επιλογή» από το να δοκιµάσει τα 100 σεντς, ένα επίπεδο που είχε γίνει στόχος των πωλητών από τις αρχές του καλοκαιριού.
Σε µια προσπάθεια διαχείρισης ρίσκου, τα κλωστήρια που από την πλευρά τους αγοράζουν σε ανοιχτές τιµές, µόλις είδαν την αγορά να σπάει τις αντιστάσεις της, έσπευσαν να κλείσουν τη θέση τους, οδηγώντας σε µια απότοµη αύξηση της τιµής. Επί της ουσίας δηλαδή, όσοι αγοράζουν σήµερα εκκοκκισµένο βαµβάκι πληρώνουν 110 σεντς ανά λίµπρα, µε τα ενδιάµεσα funds που παρέχουν ρευστότητα στη συγκεκριµένη χρηµατιστηριακή αγορά, να αγοράζουν µε τη σειρά τους στα 100 σεντς, προκειµένου να αντισταθµίσουν τυχόν απώλειες (το λεγόµενο hedging).
Με απλά λόγια, τουλάχιστον προσωρινά η τιµή δεν υπαγορεύεται από τη λογική προσφοράς και ζήτησης στη φυσική αγορά, αλλά από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια παραγόντων, κάτι που σηµαίνει ότι όσο απότοµα ανέβηκε η τιµή, άλλο τόσο απότοµα µπορεί να πέσει.
Θεµελιώδη κρατάνε κορυφές
Η διεθνής τιµή για το βαµβάκι έχει εδώ και καιρό διαµορφώσει ένα ικανό στήριγµα λίγο πάνω από τα 90 σεντς, στα «φυσιολογικά» υψηλά δηλαδή της αγοράς. Άλλωστε τα θεµελιώδη παραµένουν υποστηρικτικά της σταθεροποίησης σε υψηλές κορυφές, ενώ και στην εγχώρια αγορά υπάρχουν καλές τιµές για τον βαµβακόσπορο, ένας παράγοντας που έρχεται να δώσει ακόµα περισσότερο αέρα στις τιµές του Έλληνα παραγωγού. Σηµειώνεται ότι η άνοδος αυτή έρχεται µια εβδοµάδα µετά τη διόρθωση της αγοράς κάτω από τα 90 σεντς ανά λίµπρα. Φαίνεται πως τα κλωστήρια αν και έκλεισαν ορισµένες θέσεις το διάστηµα αυτό, δεν κατάφεραν να καλύψουν τις άµεσες ανάγκες τους, ποντάροντας σε περαιτέρω διόρθωση. Όταν συνειδητοποίησαν ότι η ευκαιρία της έκπτωσης χάθηκε, έσπευσαν σε φιξαρίσµατα τα οποία ώθησαν τη διεθνή τιµή στα σηµερινά επίπεδα. ∆ιεθνείς αναλυτές βλέπουν τώρα περιθώρια για µια τριετία υψηλών τιµών στο βαµβάκι αφού η ζήτηση εξακολουθεί να ενισχύεται και διαµορφώνει τέτοιες ανάγκες, οι οποίες µπορούν να απορροφήσουν µια αναµενόµενη αύξηση των εκτάσεων του χρόνου.