Ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ» που καθιστά επιτακτική την ανάγκη έκτακτης οικονοµικής στήριξης της βαµβακοκαλλιέργειας, έχει δηµιουργήσει ο συνδυασµός των τραγικά χαµηλών στρεµµατικών αποδόσεων του 2024, µε τα αυξηµένα έξοδα και τον καταποντισµό των τιµών του προϊόντος, προκαλώντας µια απώλεια εισοδήµατος έως και 100 ευρώ το στρέµµα. Κυβέρνηση και υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, προς το οποίο, ήδη από την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου έχει αποσταλεί µέσω της ∆ΟΒ, σχετικό αίτηµα ενίσχυσης, µε τεκµηριωµένη επιχειρηµατολογία κι αναµένεται ανταπόκριση για συνάντηση, καλούνται να αποδείξουν ότι αντιµετωπίζουν την καλλιέργεια ως µια στρατηγική επιλογή για τον πρωτογενή τοµέα και όχι ως ένα τρύπιο βαρέλι ή µια χαµένη υπόθεση.
Με το «στήσιµο» των αποδόσεων, πανελλαδικά, να είναι στο αναιµικό επίπεδο των 316 κιλών ανά στρέµµα και τη µέση τιµή παραγωγού να έχει καταρρεύσει ακόµη και κάτω από τα 0,45 ευρώ το κιλό, το πλήγµα στην καλλιέργεια είναι αντικειµενικά συντριπτικό και για πολλούς θα οδηγήσει σε µια µη αναστρέψιµη πορεία, όπως προειδοποιούν, µέσω της Agrenda, παραγωγοί από σηµαντικά παραγωγικά κέντρα της χώρας.
«Όλα αυτά συντέλεσαν στο να καταγραφεί τελικά µια ζηµιά από 50 έως 100 ευρώ το στρέµµα, µετά µάλιστα το συνυπολογισµό της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης πετρελαίου, την ειδική ενίσχυση και τα οικολογικά σχήµατα», τονίζει στην Agrenda ο Τάσος Λιλιόπουλος από τον Α.Σ.Γ. Αλεξάνδρειας Ηµαθίας. Η εξέλιξη θέτει ζήτηµα βιωσιµότητας χιλιάδων εκµεταλλεύσεων, καθώς η βαµβακοκαλλιέργεια είναι από τις πλέον διαδεδοµένες στις τάξεις των αγροτών, µε σχεδόν 2,5 εκατ. στρέµµατα στην επικράτεια, αλλά ταυτόχρονα εγκυµονεί άµεσο κίνδυνο να προκληθεί και «ντόµινο» ευρύτερων καταστροφικών συνεπειών.
«Είναι τόσο µεγάλο το φετινό πλήγµα, που απειλεί άµεσα την ύπαρξη όχι µόνο της καλλιέργειας, αλλά και της βιοµηχανίας, µε σηµαντικό αντίκτυπο και στις εξαγωγές», εξηγεί ο έµπειρος παραγωγός, ενώ δεν παραλείπει να αναδείξει και έναν έµµεσο κίνδυνο, καθώς µια «φυγή» από το βαµβάκι προς άλλες καλλιέργειες, θα τις επιβαρύνει µε χιλιάδες στρέµµατα, οδηγώντας έτσι σε πρωτοφανείς ανισορροπίες.
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην Agrenda που κυκλοφορεί
Άδικη µια πιθανή άρνηση ικανοποίησης του αιτήµατος
Υπό το πρίσµα αυτό, σύµφωνα µε τον συνοµιλητή µας, είναι απόλυτα άδικη µια πιθανή άρνηση εκ µέρους της πολιτείας να ικανοποιηθεί το αίτηµα για απόδοση µιας έκτακτης οικονοµικής ενίσχυσης στο βαµβάκι από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους. «Είναι άδικη πρωτίστως διότι πάει κόντρα στη λογική των κανονισµών που έχει θεσπίσει το ίδιο το κράτος, σχετικά µε το ποτέ θα πρέπει να παρεµβαίνει και δευτερευόντως αν αναλογιστούµε πως κατά καιρούς ικανοποιούνται αιτήµατα, είτε µικρότερης σηµασίας, είτε αφορούν απώλεια προσδοκώµενου κέρδους και όχι µετριασµό αποδεδειγµένα µιας µεγάλης ζηµιάς», υποστηρίζει ο κ. Λιολιόπουλος. Προσθέτει δε, πως «είναι σηµαντικό να γίνει αντιληπτό πως το βαµβάκι δίνει λύση σε εκατοµµύρια στρέµµατα, χιλιάδες από αυτά σε εδάφη υποβαθµισµένα ή χωρίς τη δυνατότητα επαρκούς ή καµίας άρδευσης. Και παράλληλα να τονιστεί πως διαχρονικά το βαµβάκι δεν έχει βάλει χέρι στο ταµείο του κράτους, αντίθετα έχει «αποθηκευµένα» στον ΕΛΓΑ εκατοµµύρια ευρώ, και χρειάστηκε στήριξη, µόνο µια φορά στην ιστορία του κι αυτή το 2008, στον αντίκτυπο της τότε παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης».
∆εν είναι τρύπιο βαρέλι, ανοίγεται µια νέα ευκαιρία
Ο εκπρόσωπος του Α.Γ.Σ. Αλεξάνδρειας σπεύδει, επίσης, να ξεκαθαρίσει πως πρέπει να γίνει σαφές πως η όποια έκτακτη ενίσχυση εξασφαλιστεί για το προϊόν, δεν είναι λεφτά που θα πέσουν σε ένα τρύπιο βαρέλι. «Η κρίση είναι προσωρινή και η αιτία της είναι η πρόσκαιρη διακοπή της ζήτησης των µεγαλύτερων αγοραστών, ως άµυνα στις προθέσεις του Αµερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραµπ για την επιβολή δασµών» εξηγεί.
Επιπρόσθετα, τονίζει ότι θα πρέπει γίνει αντιληπτή η ανάγκη ύπαρξης της βαµβακοκαλλιέργειας και σε σχέση µε σειρά από άλλες παραµέτρους, όπως το γεγονός ότι η κλιµατική κρίση είναι ήδη εδώ, τα κενά σε εργατικό δυναµικό είναι ήδη εδώ, η έλλειψη νερού για άρδευση είναι ήδη εδώ, και όλα µαζί «σπρώχνουν» εκατ. στρέµµατα µε φρούτα και κηπευτικά προς τα σιτηρά και τα ενεργειακά φυτά, κυρίως όµως προς το βαµβάκι.
Πέραν αυτών, όµως, κατά τον κ. Λιολιόπουλο, το περιβάλλον που έχει διαµορφωθεί ανοίγει και ένα παράθυρο ευκαιρίας που δεν θα πρέπει να χαθεί. «Τα πρόσφατα παθήµατα της ΕΕ, ως προς την ενεργειακή εξάρτησή της από τρίτους και τους εµπορικούς αποκλεισµούς, πρέπει να µας διδάξουν, αλλά και να αξιοποιηθούν, τόσο για την επέκταση της καλλιέργειας στη χώρα, όσο και για την επανάκαµψη της κλωστοϋφαντουργίας. Το βαµβάκι πρέπει να θεωρείται αναγκαίος στρατηγικός στόχος και σίγουρα όχι µια τελειωµένη υπόθεση. Στην κρίσιµη αυτή καµπή η κυβέρνηση καλείται, να κατανοήσει την ευθύνη της και να ικανοποιήσει το αίτηµα της έκτακτης οικονοµικής ενίσχυσης», επισηµαίνει χαρακτηριστικά.
Πανελλήνιο το αίτηµα για οικονοµική ενίσχυση
Σε κοινή πορεία µε το πανελλήνιο αίτηµα των Αγροτικών Συλλόγων και Αγροτικών Συνεταιρισµών της χώρας, σε συνεννόηση και µε τη ∆ιεπαγγελµατική Βάµβακος για την απόδοση ενίσχυσης 53 ευρώ ανά στρέµµα στο βαµβάκι, συντάσσεται και ο Α.Σ. Κοµοτηνής «Σπάρτακτος», σύµφωνα µε τον πρόεδρό του Νίκο Μποτρότσο.
«Τα δύο τελευταία έτη ήταν καταστροφικά για τη βαµβακοκαλλιέργεια στη Ροδόπη. Κλιµατική κρίση, κόστος παραγωγής στα ύψη, αλλά και εντοµολογικές προσβολές, δηµιούργησαν ένα εκρηκτικό µείγµα, µε θύµατα τους βαµβακοπαραγωγούς της περιοχής», τονίζει στην Agrenda ο παραγωγός. Εξηγεί επίσης πως στο νοµό τα µισά βαµβακοχώραφα είναι ξερικά και διευκρινίζει πως τα αίτια για την κατάσταση που έχει διαµορφωθεί και αφήνει πολλούς παραγωγούς χωρίς αρδευτικό νερό, έχουν να κάνουν µε τον κρατικό σχεδιασµό, που άφηνε συνεχώς έξω τη Ροδόπη από τα µεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα, τη ραγδαία υφαλµύρωση του παραλιακού µετώπου, αλλά και τον πολυτεµαχισµό.
Πρωτόγνωρες οι κλιµατολογικές συνθήκες: Από 30 έως 70 κιλά το στρέµµα στα ξερικά χωράφια στη Ροδόπη
«Το 2024, από το Μάιο έως τον Οκτώβριο δεν έκανε καµία ποτιστική βροχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα τα ξερικά χωράφια να αποδώσουν από 30 µέχρι 70 κιλά. Όσοι δεν είχαν δική τους βαµβακοσυλλεκτική δεν άξιζε να πληρώσουν 25 ευρώ για να µαζέψουν το προϊόν τους και έτσι αναγκαστήκαν να το αφήσουν µέσα στο χωράφι. Οι υπόλοιποι που είχαν νερό, υποχρεώθηκαν, λόγω έλλειψης βροχών, να ποτίσουν 7-8 φορές, ανεβάζοντας το κόστος άρδευσης ακόµη και στα 100 ευρώ ανά στρέµµα, εάν επρόκειτο για βαθιές γεωτρήσεις», λέει ο κ. Μποτρότσος και συµπληρώνει: «Σαν να µην έφτανε αυτό, η περιοχή έζησε πέρυσι και πρωτόγνωρες κλιµατολογικές συνθήκες. Από τον Ιούνιο µέχρι τον Αύγουστο είχαµε παρατεταµένο καύσωνα, που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσε τα µεσηµέρια τους 42oC, σε συνδυασµό µε έντονους βοριάδες, δηµιουργώντας ξηροθερµικές συνθήκες έντονου στρες στα φυτά µας µε αποτέλεσµα τη µεγάλη µείωση παραγωγής που σε αρκετές περιπτώσεις έφτασε το 40%».
Ντόµινο επιπτώσεων χωρίς στήριξη
Τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη στήριξης της καλλιέργειας κρούει και ο Αντώνης Σαµανδαράς, πρόεδρος της Οµάδας Παραγωγών Βαµβακιού Κουφαλίων και γενικός γραµµατέας του ΤΟΕΒ Κουφαλίων.
«Η βαµβακοκαλλιέργεια είναι µία από τις µεγαλύτερες στην Ελλάδα, ξεπερνώντας τα 2 εκατ. στρέµµατα. Από αυτή ζουν χιλιάδες παραγωγοί που στηρίζουν τον πρωτογενή τοµέα, αλλά και διάφοροι ακόµη κλάδοι της αγοράς όπως οι γεωπόνοι, οι εταιρείες λιπασµάτων και πολλαπλασιαστικού υλικού, τα πρατήρια υγρών καυσίµων και άλλα», υπογραµµίζει ο ίδιος και συµπληρώνει: «Τη χρονιά που µας πέρασε, λόγω των δυσµενών καιρικών συνθηκών του καλοκαιριού µε τις υψηλές θερµοκρασίες, η παραγωγή ήταν εµφανώς µειωµένη και σε συνάρτηση µε τις χαµηλές χρηµατιστηριακές τιµές του προϊόντος όλο το έτος, το έλλειµµα στο εισόδηµα των καλλιεργητών ήταν τόσο µεγάλο που δεν µπόρεσαν να καλύψουν ούτε τα βασικά τους έξοδα. Το γεγονός αυτό συνδυαστικά µε το κόστος παραγωγής που συνεχώς αυξάνεται, κάνει επιτακτική ανάγκη µια έκτακτη ενίσχυση από την πολιτεία, έτσι ώστε να στηριχθεί ο κλάδος και να µη χαθεί ακόµη µια καλλιέργεια στη χώρα όπως έγινε µε πολλές άλλες κατά το παρελθόν».
Καταστροφική χρονιά για πολλούς
Χαριστική βολή, αποτέλεσε η µεγάλη προσβολή από ρόδινο σκουλήκι, που υπέστησαν αρκετές περιοχές, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί τα προηγούµενα χρόνια, µε συνέπεια αρκετοί παραγωγοί να µην έχουν την εµπειρία να το αντιληφθούν έγκαιρα και να το καταπολεµήσουν. «Αν συνυπολογίσουµε και την τιµή που αυτή τη στιγµή κυµαίνεται στα 46 λεπτά ανά κιλό, ενώ το µέσο κόστος παραγωγής είναι στα 250 ευρώ ανά στρέµµα, τότε µιλάµε για µια καταστροφική χρονιά, όπου αρκετοί συνάδελφοι µπήκαν και µέσα», υποστηρίζει ο πρόεδρος του Α.Σ. Κοµοτηνής «Σπάρτακος» Νίκος Μποτρότσος.