Στη γεωργία η δύναμη της προόδου συνδυάστηκε με την έννοια της επιτάχυνσης των ρυθμών και το μεγάλο άλμα στους όγκους παραγωγής μόλις τις τελευταίες επτά δεκαετίες. Στην ελαιοκαλλιέργεια όμως τα πράγματα αλλάζουν με πιο αργούς ρυθμούς και οι ελαιώνες στην πλειοψηφία τους έχουν τη μορφή που επικρατεί στη χώρα εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Μια εξέλιξη στο μοντέλο καλλιέργειας που εμφανίστηκε στη χώρα αποτελεί η υπέρπυκνη που συμπίπτει με το γενικότερο μοντέλο εκσυγχρονισμού των δενδρωδών καλλιεργειών όπου η γραμμική φύτευση επιτρέπει μεγαλύτερες οικονομικές αποδόσεις.
Η υπέρπυκνη φυτεία της ελιάς όμως έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα καθώς βασίζεται σε τρεις μόνο ποικιλίες την Αρμπεκίνα, την Αρμποσάνα και την Κορωνέικη, κάτι που μειώνει το εύρος των ελαιολάδων που μπορεί να παραχθούν με αυτό το σύστημα καλλιέργειας. Κατά συνέπεια η υπέρπυκνη καλλιέργεια δεν μπορεί -ακόμη- να προσφέρει την «ετικέτα» που διαφοροποιεί κάθε ελαιόλαδο και που προσδίδει τη μοναδική ταυτότητα αλλά και διαβατήριο για εξαγωγές και υψηλή υπεραξία. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξουν περισσότερες ποικιλίες με κατάλληλα χαρακτηριστικά για να είναι αποδοτικές και κυρίως να είναι μέτριας ζωηρότητας. Αυτή τη στιγμή διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο έρευνες για την προσαρμογή γενετικού υλικού πολλών αυτόχθονων ποικιλιών της Μεσογείου με στόχο τον εμπλουτισμό της γκάμας της υπέρπυκνης, κάτι που μπορεί να εξασφαλίσει ακόμη καλύτερες συνθήκες βιωσιμότητας της καλλιέργειας.
Kαλλιέργεια σε υψηλές στροφές
Αν κάτι χαρακτηρίζει την υπέρπυκνη γραμμική ελαιοκαλλιέργεια για παραγωγή ελαιολάδου, αυτό είναι η ταχύτητα. Λέγεται μάλιστα πως η καλλιέργεια σε πολύ πυκνά σχήματα (150-200 δένδρα /στρέμμα) μοιάζει με την οδήγηση ενός γρήγορου αυτοκινήτου: Χρειάζεται ακρίβεια χειρισμών και το περιθώριο λάθους είναι μικρό. Ακριβώς για το λόγο αυτό όμως η επιλογή της υπέρπυκνης είναι ενδιαφέρουσα γιατί δίνει τη δυνατότητα μιας πρώιμης και υψηλής παραγωγής, απαραίτητης προϋπόθεσης για τη γρήγορη είσοδο στη φάση παραγωγικότητας και κερδοφορίας, που είναι και το ζητούμενο κάθε αγροτικής εκμετάλλευσης. Σε αυτό το σύστημα καλλιέργειας το πλεονέκτημα του χρόνου και κατά συνέπεια και του κόστους συγκομιδής είναι πολύ ισχυρό. Κατά μέσο όρο μια ελαιοσυλλεκτική μηχανή συγκομίζει 4 στρέμματα ανά ώρα, ενώ στη χειρωνακτική συγκομιδή με ελαιοραβδιστικό για παραδοσιακή φυτεία 18-25 δέντρων ανά στρέμμα που βρίσκονται σε πλήρη παραγωγή ο χρόνος συγκομιδής κυμαίνεται ανάμεσα σε 13-20 ωρες/στρέμμα/άτομο.
Είναι θέμα νοοτροπίας
Πριν μπει η υπέρπυκνη γραμμική καλλιέργεια στην παραγωγή γύρω στο 2007, προηγήθηκαν μύθοι που λειτούργησαν παραπλανητικά και οδήγησαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε απογοήτευση για τη νέα καλλιέργεια. Βασικός μύθος ήταν αυτός που ήθελε τα υπέρπυκνα σχήματα να εξασφαλίζουν μεγαλύτερο όγκο την ίδια στιγμή που στην καλύτερη περίπτωση ο υπέρπυκνος ελαιώνας μπορεί να δώσει όσο και ένας συμβατικός. Ξεκινώντας από λάθος βάση έγιναν επιπλέον και λάθος χειρισμοί καθώς όπως θα πει ο Γιώργος Κωστελένος, ιδιοκτήτης των φυτώριων Κωστελένου, «ορισμένοι από τους πρωτοπόρους παραγωγούς της γραμμικής υπέρπυκνης καλλιέργειας φύτευαν ποικιλίες ζωηρές όπως η Κορωνέικη σε ιδιαίτερα γόνιμα εδάφη ενώ παράλληλα υπήρχε άγνοια για τις καλλιεργητικές πρακτικές.
Υψηλό κόστος εγκατάστασης, με το 60% να αφορά τα δενδρύλλια
Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι που θα ήθελαν οι παραγωγοί να μπουν στην υπέρπυκνη και αν το αρχικό κόστος αποτελούσε εμπόδιο, τώρα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί σε ένα βαθμό από την επιδότηση της γραμμικής από τα Σχέδια Βελτίωσης. «Το αρχικό κόστος εγκατάστασης είναι πολύ υψηλότερο από αυτό της συμβατικής καλλιέργειας και ανέρχεται σε 650-750 ευρώ ανά στρέμμα, από τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό που φτάνει έως και 60% αφορά στην αγορά δενδρυλλίων» θα πει ο κ. Κωστελένος. Όμως η επιδότηση με 564 ευρώ το στρέμμα που μπορεί να εξασφαλίσει ο παραγωγός για την ελιά πυκνής φύτευσης και χαμηλού σχήματος μεσα από τα Σχέδια Βελτίωσης μπορεί να μειώσει σημαντικά την οικονομική επιβάρυνση της υπέρπυκνης.
Τα κόστη μηχανικής συλλογής του καρπού στην περίπτωση του Γιάννη Αλεξούλη, έμπειρου παραγωγού που καλλιεργεί 60 στρέμματα στον Κραννώνα Θεσσαλίας, ανέρχονται περίπου σε 50 ευρώ το στρέμμα.
Παράλληλα τα οφέλη για τον παραγωγό από την επιλογή της γραμμικής υπέρπυκνης συνίστανται κυρίως στα χαμηλότερα κόστη συγκομιδής σε σχέση με τη συμβατική. Έτσι τα κόστη μηχανικής συλλογής του καρπού στην περίπτωση του Γιάννη Αλεξούλη, έμπειρου παραγωγού που καλλιεργεί 60 στρέμματα στον Κραννώνα Θεσσαλίας, ανέρχονται περίπου σε 50 ευρώ το στρέμμα. «Ο μέσος όρος ταχύτητας της μηχανής είναι 4 στρέμματα την ώρα. Συνολικά το κόστος παραγωγής ανέρχεται σε 200-230 ευρώ ανά στρέμμα από τα οποία το μεγαλύτερο κόστος αφορά στα κλαδέματα που ανέρχεται σε 100 ευρώ το στρέμμα», θα πει ο ίδιος. Αυτό διότι τα δέντρα που βρίσκονται ήδη στον ελαιώνα είναι συνήθως διαφορετικής ηλικίας μεταξύ τους και δεν έχουν ομοιογένεια, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα στη συγκομιδή», καταλήγει ο ίδιος.
Ο Γιώργος Κωστελένος, ιδιοκτήτης των φυτώριων Κωστελένου, εξηγεί τους μύθους γύρω από την συγκεκριμένη μέθοδο.
Νέες δεξιότητες για τον παραγωγό απαιτεί το κλάδεμα των δέντρων
Για να αποδώσει η υπέρπυκνη γραμμική καλλιέργεια, απαιτεί νέες δεξιότητες από τον παραγωγό που πρέπει απαραίτητα να εκπαιδευτεί στη διαμόρφωση και το κλάδεμα του δενδρυλλίου από τα πρώτα εκατοστά ενώ για όλο τον κύκλο του δέντρου απαιτείται κλάδεμα με αυστηρές προδιαγραφές. «Στο στάδιο της φύτευσης τα δενδρύλλια θα πρέπει να είναι μικρά φυτά μέχρι 80 εκ.». θα πει ο Γιάννης Αλεξούλης. «Η διαμόρφωση πρέπει να γίνει κυπαρισσάκι, με ένα κεντρικό κορμό και κλαδάκια δεξιά αριστερά επί της γραμμής και όχι μεταξύ των γραμμών φύτευσης», εξηγεί ο ίδιος. Στη φυτεία του, που ξεκίνησε το 2006 με 165 φυτά ανά στρέμμα, οι γραμμές χωρίζονται από διαδρόμους 4 μέτρα πλάτος και το κάθε δέντρο απέχει 1,5 μέτρο στη γραμμή. Γενικά, όπως εξηγεί ο ίδιος «το κυρίως πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο παραγωγός είναι ότι το κλάδεμα πρέπει να ικανοποιήσει δύο αντίθετες ανάγκες: Να περιοριστούν οι διαστάσεις της κόμης -ύψος και πλάτος- για να χωράει στο διάδρομο η μηχανή συλλογής και συγχρόνως να διατηρεί τους παραγωγικούς κλάδους, οι οποίοι συνήθως είναι στα άκρα του δέντρου». Για τη διατήρηση του μέγιστου ύψους του δέντρου κρίσιμο είναι το κλάδεμα της κορυφής των δέντρων που λέγεται και «τόπινγκ» και γίνεται δύο φορές κατά τις περιόδους της άνοιξης και του φθινοπώρου ενώ για τον περιορισμό του πλάτους γίνεται το αντίστοιχο κλάδεμα που λέγεται και «τριμινγκ». «Πρέπει να κρατάμε το ύψος των δέντρων να φθάνει το μέγιστο έως το 60% της απόστασης των διαδρόμων και αυτό για να μπορεί να συγκομίζεται το δέντρο από τη μηχανή. Δηλαδή στο δικό μου κτήμα το μέγιστο ύψος είναι 2,40 ώστε να λιάζονται κάτω χαμηλά οι ποδιές των δέντρων», θα πει ο έμπειρος καλλιεργητής.
Στη φυτεία του, που ξεκίνησε το 2006 με 165 φυτά ανά στρέμμα, οι γραμμές χωρίζονται από διαδρόμους 4 μέτρα πλάτος και το κάθε δέντρο απέχει 1,5 μέτρο στη γραμμή.
Τα περισσότερα δέντρα στο κτήμα του αποτελούνται από τις τρεις κύριες ποικιλίες Αρμπεκίνα, Κορωνέικη και Αρμποσάνα. «Η παραγωγή του δέντρου αρχίζει στο δεύτερο χρόνο και στον τρίτο μπορεί να μπει μηχανή. Η Κορωνέικη διακρίνεται για τη ζωηρότητα, παράγει περισσότερους βλαστούς, είναι πιο συμπαγής από τις άλλες δύο και δεν λυγίζει. Πιο παραγωγική είναι η Αρμποσάνα με τον μέσο όρο κατά στρέμμα κατά την περασμένη δεκαετία να είναι 1.000 κιλά καρπού ενώ η μέγιστη απόδοση φτάνει ακόμη και 1.700-1.800 κιλά ανά στρέμμα», θα πει ο κ. Αλεξούλης. Επιπλέον προϋπόθεση είναι η άρδευση γιατί η υπέρπυκνη έχει απαιτήσεις και δεν μπορεί να είναι ξερική. «Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι η υπέρπυκνη χρειάζεται γύρω στα 500 χιλιοστά νερού, τα 230 περίπου μας τα δίνουν οι βροχές αλλά το ελάχιστο που πρέπει να δώσουμε είναι 230 χιλιοστά ανά βλαστική περίοδο», συμπληρώνει ο ίδιος.
21-08-2023 11:42Παπαργυρίου Βασίλειος
Καλημέρα και καλή εβδομάδα η επιδότηση είναι μόνο για επαγγελματίες αγρότες; Η μπορώ και εγώ που θέλω να βάλω σε ένα στρέμμα να πάρω; Και αν ναι που απευθύνομαι; Ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων
Απάντηση