Στη βιομηχανική ζώνη της Οδού Πειραιώς, έξω από το κτίριο της ΕΛΑΙΣ, δημιουργήσατε μια τεράστια τοιχογραφία που περιγράφει την ιστορία της ελιάς και του ελαιόλαδου από την αρχαιότητα ως την πιο πρόσφατη περίοδο. Θέλετε να περιγράψετε το έργο;
Η τοιχογραφία χωρίζεται σε μέρη με φυσικό τρόπο, με ελιές δηλαδή μεταξύ των επεισοδίων. Ξεκινώντας από αριστερά, έχουμε τη βράβευση των Ολυμπιακών αγώνων. Στη συνέχεια, η Αθηνά αγωνίζεται με τον Ποσειδώνα για την προστασία της Αθήνας. Εργάτες μαζεύουν ελιές, ενώ δεξιότερα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κάνει διάλειμμα από τη δουλειά για να φάει, φυσικά με το λάδι να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στο γεύμα τους. Τέλος, άνθρωποι εργάζονται μέσα σε ένα παλιό, παραδοσιακό ελαιοτριβείο. Ήταν πολύ ενδιαφέρον για εμένα που είδα την εξέλιξη αυτών των χώρων, τα πράγματα πια είναι εντελώς διαφορετικά. Θεωρώ καλό συνεπώς που εικονοποιήθηκε και παρουσιάζεται ένας παλαιότερος τέτοιος χώρος αυτής της πολύ σημαντικής εργασίας.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε στη δημιουργία αυτής της υπαίθριας τοιχογραφίας και τι σας έκανε να δεχθείτε την πρόταση να ζωγραφίσετε το παρελθόν και το παρόν του ελαιόδεντρου και του ελαιόλαδου;
Οι διαστάσεις είναι περίπου 120 μέτρα το μήκος, και το ύψος μεταβάλλεται μεταξύ των τριών και τεσσάρων περίπου μέτρων. Είναι πολύ μεγάλο, και ως εκ τούτου, σε συνδυασμό και με την θέση της επιφάνειας, εξαιρετικά δύσκολο στην εκτέλεση. Σε συνδυασμό με την εποχή (μήνας Αύγουστος!) η εκτέλεση του έργου ήταν μεγάλη πρόκληση. Ξυπνούσα στις 5:00 για να προλαβαίνω να εργάζομαι υπό σχετικά καλές συνθήκες το πρωί. Δεν μπόρεσα ποτέ, απ’ ότι θυμάμαι τουλάχιστον, να συνεχίσω να δουλεύω μετά τις 16:00 με τον ήλιο στην πλάτη και το σβέρκο μου. Το θέμα του ελαιόλαδου ήταν για εμένα πολύ σημαντικό για τον τόπο μας, ένα από τα πυρηνικά χαρακτηριστικά του τόπου και των ανθρώπων που έζησαν και ζουν εδώ. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, σε δημόσιο χώρο μια ζωγραφική γλώσσα που είναι επίσης χαρακτηριστικό του τόπου (και η χρήση της οποίας ήταν ακόμα σε διαδικασία ανάπτυξης, όσον αφορά την δική μου εργασία), άρα και αντιληπτή από τον κόσμο, ήθελα να κάνω κάτι για αυτό το δέντρο.
-Χρησιμοποιείτε γνώριμη γλώσσα της αγιογραφίας με την οποία είναι εξοικειωμένος ο Έλληνας για να αφηγηθείτε την ιστορία και το παρόν του δέντρου και του χυμού της ελιάς, που είναι βαθιά ριζωμένα στην κουλτούρα μας. Σε συνδυασμό τα δύο αυτά στοιχεία κάνουν το έργο ακόμη πιο πυκνό και έντονο. Θέλετε να το σχολιάσετε;
Δεν θα μπορούσα να πω κάτι άλλο εκτός από το ότι με χαροποιεί και με ικανοποιεί πολύ το ότι σας φαίνεται το έργο όπως το περιγράφετε. Όπως έχω αναφέρει και κάπου αλλού, χρησιμοποιώ την αγιογραφία σαν βάση της εργασίας μου με τον ίδιο τρόπο που θα χρησιμοποιούσα πρωτίστως την Ελληνική γλώσσα για να γράψω εάν ήμουν ποιητής. Με ενδιαφέρει το ότι η εικαστική «γλώσσα» που χρησιμοποιώ είναι η γλώσσα που δηλώνει την καταγωγή ενός έργου όταν το βλέπει κάποιος οπουδήποτε στον κόσμο, καθώς και το ότι μιλάει σε ευρύ κοινό.
-Το έργο σας όντας υπαίθριο βρίσκεται εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Σας απασχολεί η φθορά του έργου, το έχετε συντηρήσει και γενικότερα πόσο επιθυμείτε να δημιουργείτε έργα εφήμερα που ξεθωριάζουν πιο γρήγορα στο χρόνο από ένα καμβά;
Έχω ανάμικτα αισθήματα γι’ αυτό. Παλιότερα η διαδικασία εκτέλεσης ενός έργου ήταν πολύ διαφορετική από την σημερινή. Κατά την περίοδο που δούλευα στο δρόμο η εργασία μου γινόταν σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα, δηλαδή εκτελούσα τα κομμάτια «με τη μία» όπως λέμε, χωρίς προσχέδιο. Το έκανα για καιρό αυτό σαν άσκηση. Γνώριζα την κατάσταση από ένα σημείο και μετά και δούλευα με αυτό το δεδομένο- ότι, δηλαδή, το κομμάτι που μόλις έφτιαχνα μπορούσε το ίδιο βράδυ να καταστραφεί, το οποίο αν θυμάμαι καλά έχει γίνει μια φορά. Δεν με ένοιαζε καθόλου.
Τώρα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα έργα δουλεύονται για καιρό, με μεγάλη προετοιμασία και πολύ κόπο. Δεν είναι το ίδιο εύκολο το να καταστραφούν «έτσι απλά»...θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό. Φυσικά, στο τέλος αντικείμενα είναι και αυτά, δεν πρέπει να τους δίνουμε παραπάνω αξία απ’ όση τους πρέπει. Αυτό που αξίζουν για εμένα, από την άλλη, είναι αρκετά υπολογίσιμο ψάχνω, συνεπώς, ανάμεσα σε αυτά τα δύο να βρω την ισορροπία μου.
-Επιπλέον στη θέση που βρίσκεται σε μια βιομηχανική περιοχή της Πειραιώς το έργο στο οποίο αφιερώσατε τόσο χρόνο προορίζεται κυρίως για να το δουν οι οδηγοί αυτοκινήτων που περνάνε βιαστικά απτό δρόμο. Πως σας φαίνεται αυτό;
Ελπίζω την αναμονή στο φανάρι να τους την κάνει ευχάριστη και να λειτουργεί σε αυτούς καλά. Νομίζω ότι ο σχεδιασμός είναι τέτοιος ώστε να λειτουργεί αρκετά καλά σε αυτή την απόσταση.
-Το έργο σας έχει ένα ρυθμό καθώς ανάμεσα στις φάσεις του δέντρου παρεμβάλλονται σε ίσα διαστήματα οι άνθρωποι. Μήπως ο ρυθμός παραπέμπει στο ρυθμό των εποχών που σήμερα ο άνθρωπος έχει καταλύσει ζώντας στην εποχή της ταχύτητας; Τελικά χρειαζόμαστε περισσότερη υπομονή από αυτή που διέθεταν οι παλιότεροι άνθρωποι ως στάση ζωής;
Ναι, υπήρχε κάτι τέτοιο στο νου μου κατά την σχεδίασή του, κάποια διαστήματα «ησυχίας» μεταξύ των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων τους. Είναι πάντα χρήσιμο ο άνθρωπος να επιστρέφει στο αυθεντικό περιβάλλον για το οποίο δημιουργήθηκε, από το τεχνητό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του και τις ευκολίες του και, κατ’ επέκταση, τις ψεύτικες κατά τη γνώμη μου προτεραιότητές του.
- Η street art έχει μια τόλμη και ένα κέφι παρόλαυτά στο έργο σας για την ελιά λείπει η έκφραση του γέλιου, τα βλέμματα είναι προσηλωμένα και σοβαρά σε αυτό που διαδραματίζεται στην εικόνα. Θέλετε να το σχολιάσετε;
Η εργασία της ελιάς όπως είπαμε είναι αρκετά κοπιαστική και απαιτητική...τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα όταν την έκανα. Θα μπορούσα να είχα κάνει και μια ομάδα εργατών που γελούν σε κάποιο σημείο αλλά και πάλι η σοβαρότητα που υπάρχει στα πρόσωπα των χαρακτήρων θα κυριαρχούσε. Είναι, ούτως ή άλλως, μια εξαίρεση οι άνθρωποι που έχουν αποδεχτεί τον κόπο που απαιτείται για την ζωή τους και έχουν συμφιλιωθεί με αυτόν, καταφέρνοντας να βρουν χαρά στις δύσκολες καταστάσεις που φέρνει κατά κανόνα η ζωή μας.
-Δημιουργήσατε το έργο το 2003, από τότε ως τώρα έχετε διανύσει μια μεγάλη εικαστική διαδρομή. Τώρα σας ενδιαφέρουν περισσότερο τα έργα που δημιουργείτε στον καμβά και όχι στο δρόμο. ΑΝ κάνατε το έργο της ελιάς σήμερα θα το κάνατε διαφορετικά;
Δεν εργάζομαι πιά στον δρόμο όπως είπατε, εδώ και πολύ καιρό. Τελευταίο έργο σε εξωτερικό χώρο το έκανα περισσότερα από δέκα χρόνια πριν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξανακάνω κάτι τέτοιο, με εξαίρεση ίσως κάποια έργα με ιστορικά θέματα που έχω στο νου μου, αλλά και αυτό το βλέπω μάλλον απίθανο να συμβεί για πολλούς λόγους. Η εργασία μου γίνεται στο εργαστήριο και μόνο, και γενικά σε εσωτερικούς χώρους ακόμα και όταν πρόκειται για έργα μεγάλων διαστάσεων.
Συνεπώς, σήμερα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έκανα κάποια τέτοια πρόταση από πλευράς μου. Ίσως αξίζει να αναφερθεί πως η πρόταση για το έργο της Ελαϊς έγινε από εμένα και δεν ήταν μια παραγγελία από αυτούς, θα ήθελα λοιπόν να ευχαριστήσω τους ανθρώπους της για το ότι είδαν σοβαρά και, τελικά, το ενέκριναν. Όπως είπα και πριν, έκανα την μελέτη όσο καλύτερα μπορούσα τότε και είμαι αρκετά ευχαριστημένος. Φυσικά σήμερα θα μπορούσε να είναι σε κάποια πράγματα διαφορετικό καθώς η εργασία μου έχει εξελιχθεί πολύ από τότε- πολλά όμως πάλι, θα έμεναν ακριβώς τα ίδια με πιο σημαντικό τους «κενούς» χώρους με τα ελαιόδεντρα.
Ο πιο πρόσφατοι σταθμοί του έργου του κ Φαϊτάκη:
RIBOCA, η 1η Biennial της Ρίγα, “Right to the Future” στο Μουσείου Τέχνης του 20ου και 21ου Αιώνα της Αγίας Πετρούπολης (2017), “Τέμπλον” Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης (2017), “Κοινοί Ιεροί Τόποι / Shared Sacred Sites” στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (2017), “Αντίδωρον” στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ως μέρος της έκθεσης Documenta 14 του Kassel (2017) και τέλος #6 Lasco Project, για την οποία φιλοτέχνησε τοιχογραφία στο κτίριο του Palais de Tokyo στο Παρίσι (2016).
«Η ελιά παγκόσμιο σύμβολο αθλητισμού, πολιτισμού και ειρήνης» υλοποιήθηκε από τον Στέλιο Φαϊτάκη και την καλλιτεχνική ομάδα «Carpe Diem», με την επιστημονική εποπτεία του Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε. και την αποκλειστική χορηγία της ΕΛΑΪΣ Α.Ε. Το έργο εντάσσεται στο πλαίσιο εορτασμού των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2003 του Υπουργείου Πολιτισμού.