Άµεση στροφή προς το ποιοτικό ελαιόλαδο κορυφαίας κατηγορίας, γνωστό ως αγουρέλαιο, υποστήριξε ότι πρέπει να κάνουν οι παραδοσιακοί ελαιώνες στην Ισπανία, ο Αρτούρο Γκαρσία-Αγκούλο Καθηγητής στο Πανεπιστήµιο του Καντίζ και CEO της Oleum Excelsus ο οποίος επεσήµανε ότι µόνο αν διεκδικήσουν υψηλότερη τιµή για το προϊόν µπορεί να είναι βιώσιµοι. Έτσι κατά την παρουσίασή του στο 2ο ∆ιεθνές Συνέδριο του Κέντρου Ελιάς Krinos, ο κ. Αγκούλο επεσήµανε ότι παρά το γεγονός ότι η παραγωγή εκµηχανίστηκε ενώ σε ορισµένο βαθµό οι ελαιώνες έγιναν και αρδευόµενοι η πρόοδος της τελευταίας δεκαπενταετίας έχει σηµάνει το τέλος εποχής για τους παραδοσιακούς ελαιώνες. Ο βασικός λόγος πίσω από το σηµερινό αδιέξοδο εντοπίζεται σε ένα παράγοντα που είναι η πολύ µικρή διαφορά τιµής που χωρίζει το εξαιρετικά παρθένο από το λάδι χαµηλής κατηγορίας ποιότητας (λαµπάντε) η οποία ανέρχεται γύρω στα 0,30 ευρώ το κιλό προϊόντος και δεν δίνει κίνητρο στον παραδοσιακό παραγωγό να στραφεί στο ποιοτικό ελαιόλαδο.
Εµπόδιο επιπλέον στον εκσυγχρονισµό αποτελεί το γεγονός ότι ο Ισπανός παραγωγός είναι σε σηµαντικό ποσοστό ετεροπαγγελµατίας µε περιορισµένες φιλοδοξίες για την ποιότητα ενώ απέχει ακόµη από την εφαρµογή ορθών καλλιεργητικών πρακτικών. Ακόµη κι αν αλλάξει η ελαιοκουλτούρα του παραγωγού όµως αυτό που λείπει είναι να αποκτήσει µπραντ και να ξεπεράσει τα προβλήµατα που δηµιουργεί η νοθεία και που το καθιστούν το τρόφιµο µε το χαµηλότερο πρεστίζ ίσως µετά το µέλι. Παράλληλα, όπως ανέφερε ο οµιλητής, παιδεία ποιοτικού ελαιόλαδου πρέπει να αποκτήσει και ο καταναλωτής ο οποίος και στην Ισπανία εξακολουθεί να θεωρεί καλό το ελαιόλαδο που έχει συνηθίσει να καταναλώνει και όχι αυτό που όσοι γνωρίζουν θεωρούν ποιοτικό.
Παρά το γεγονός ότι όσον αφορά στην ελαιοπαραγωγή επικρατεί η αντίληψη ότι η Ισπανία αποτελεί υπόδειγµα παραγωγής εντός της χώρας υπάρχουν παραγωγοί διαφορετικών ταχυτήτων. Έτσι στοιχεία που παρουσίασε ο οµιλητής δείχνουν ότι για έξι από τα δέκα τελευταία χρόνια οι παραδοσιακοί ελαιώνες που µελέτησε το Πανεπιστήµιο της Χαέν καταγράφουν ζηµίες που τους καθιστά µη ανταγωνιστικούς σε σχέση µε την εντατική καλλιέργεια ελιάς (πυκνή και υπέρπυκνη). Αιτία είναι ότι οι αραιοφυτεµένοι ελαιώνες καταγράφουν υψηλότερα κόστη παραγωγής που ξεπερνούν περίπου κατά 0.69 ευρώ ανά κιλό προϊόντος αυτά των εντατικών ελαιοκαλλιεργειών. Επιπλέον σε συνδυασµό µε τη διαφορά στις αποδόσεις που κυµαίνεται σε περίπου 200-600 κιλά ανά στρέµµα ανάµεσα στις παραδοσιακές και εντατικές εκµεταλλεύσεις οι επιδόσεις των πρώτων είναι συχνά στο «κόκκινο». Ο µόνος λόγος έτσι που ο Ισπανός παραγωγός δεν εγκαταλείπει την καλλιέργεια όπως συχνά συµβαίνει και στις Ελληνικές παραδοσιακές εκµεταλλεύσεις είναι η επιδότηση που µεταβάλει τη ζηµία σε χαµηλή κερδοφορία της τάξης των 0.77 ευρώ ανά κιλό προϊόντος.
Ωστόσο η πραγµατικότητα της παγκοσµιοποιηµένης αγοράς ελαιόλαδου έχει ήδη αρχίσει να φέρνει αλλαγή νοοτροπίας εντός της Ισπανίας. «Οι συνεταιρισµοί που έχουν διεθνή αντίληψη του χώρου έχουν αλλάξει προσέγγιση διότι αντιλαµβάνονται ότι η ποιότητα είναι µονόδροµος απέναντι στον ανταγωνισµό από τρίτες χώρες. Επιπλέον το αγουρέλαιο έχει κερδίσει έδαφος στην εκτίµηση του καταναλωτή. Σήµερα στο ισπανικό ράφι µπορεί κανείς να βρει περίπου 100 ετικέτες το οποίο αποτελεί µεγάλη πρόοδο αν αναλογιστούµε ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια οι παραγωγοί αγουρέλαιου δεν ξεπερνούσαν τους 10-15 στο σύνολό τους», θα πει ο κ. Γκαρσία-Αγκούλο.
Μία νέα αγορά
Πληθαίνουν τα επιχειρήµατα υπέρ της διαµόρφωσης µιας νέας «υπό-αγοράς» ελαιολάδου, στην οποία θα διαπραγµατεύονται έξτρα παρθένα από παραδοσιακό ελαιώνα, µε υψηλότερες τιµές από αυτές που διαµορφώνει η υπερ-προσφορά από µονάδες µε βιοµηχανικού τύπου προδιαγραφές. Έκθεση του Πανεπιστηµίου της Χαέν, στην καρδιά του ισπανικού ελαιώνα θέλει το κόστος παραγωγής ανά κιλό έξτρα παρθένου από τα 1,73 ευρώ το κιλό έως και 4 ευρώ για έναν παραδοσιακό ελαιώνα.