Σίγουρα ανοδικά οι τιμές ελαιολάδου παραδέχεται η εγχώρια βιομηχανία, ούτε 180.000 τόνοι η παραγωγή
Οι εκτιμήσεις της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ) αναφορικά με την παραγωγή της νέας ελαιοκομικής περιόδου στην χώρα, όπως τις παρουσίασε ο πρόεδρος της οργάνωσης, Μανώλης Γιαννούλης, κάνουν λόγο για 160.000 τόνους, όση δηλαδή παραγωγή είχε η Ελλάδα την περίοδο 2021/2022.
Η παραγωγή στο σύνολο της λεκάνης της Μεσογείου, δηλαδή στις κύριες χώρες παραγωγούς θα είναι στην επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο, που εγκαινιάζεται σε μερικές εβδομάδες, μικρότερη κατά 200.000 περίπου τόνους σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, που άλλαξε καθοριστικά τα δεδομένα της αγοράς, λόγω των εξαιρετικά μικρών διαθεσιμοτήτων. Μάλιστα, φέτος, τα περιθώρια, όσον αφορά στην προσφορά, είναι ακόμα πιο στενά, αφού αυτήν τη στιγμή, τα αποθέματα βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά και οδεύουν σε εξάντληση σε μερικούς μήνες.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και με τιμές παραγωγού που ήδη έχουν ξεπεράσει τα 9 ευρώ στην Ιταλία και τα 8,50 ευρώ στην Ισπανία, οι πωλήσεις παρέμειναν εντός του συνηθισμένου εύρους, στους 82.000 τόνους το μήνα. «Αν δεν αλλάξει κάτι ως προς τη ζήτηση, με βάση αυτά τα στοιχεία, η τάση θα παραμείνει ανοδική τους επόμενους μήνες» υποστήριξε ο Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ, επαναλαμβάνοντας τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις του συνδέσμου, πως δεν τίθεται ζήτημα ελλείψεων στην ελληνική αγορά. Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, έχει να κάνει με το ταβάνι της ανόδου. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν υπάρξει μια ξεκάθαρα καταγεγραμμένη τάση συρρίκνωσης της κατανάλωσης.
Κατά τα λοιπά η συζήτηση κινήθηκε γύρω από την διαχρονική διαμάχη του χύμα, του τενεκέ και της τυποποίησης, αλλά και από τις αγωνίες γύρω από τη συρρίκνωση των μεριδίων τυποποιημένου ελαιολάδου στην ελληνική αγορά την τελευταία δεκαετία, αφού σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο Φώτης Σουσαλής, αντιπρόεδρος του ΣΥΤΕΚ, προ κρίσης στην εγχώρια λιανική διατίθεντο 30.000 τόνοι ελαιολάδου, ενώ πλέον η κατανάλωση μέσα από το κανάλι του σουπερ μάρκετ έχει υποχωρήσει στα επίπεδα των 12.000 τόνων.
Η κατάσταση της αγοράς
Πιο αναλυτικά, η ελαιοκομική περίοδος 2023/24, τουλάχιστον στις αρχές αυτής, χαρακτηρίζεται από τους εξής τέσσερεις παράγοντες:
- μια δεύτερη κατά σειρά μικρή παραγωγή στην Ισπανία που φαίνεται ότι θα συγκομίσει ελιές που αρκούν για περίπου 700.000 τόνους έναντι των 660.000 τόνων πέρυσι
- μικρότερη παραγωγή στις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου, πλην της Ιταλίας όπου η αύξηση δεν θα είναι τόσο καταλυτική για τις ισορροπίες στην αγορά
- την απουσία της Τουρκίας από τις αγορές μέχρι την έναρξη της νέας συγκομιδής, σε περίπου έναν μήνα, κάτι που έως τότε θα πιέζει προς τα πάνω τις τιμές. Βέβαια η γειτονική χώρα φέτος αναμένει σχεδόν 100.000 τόνους λιγότερο ελαιόλαδο από όσο είχε πέρυσι
- τις αξιόλογες αντοχές της ζήτησης
Τα κέρδη μειώθηκαν…
Να σημειωθεί εδώ, πως η παρουσία δημοσιογράφων του λεγόμενου «αστικού τύπου», μετατόπισε το ενδιαφέρον της συζήτησης στην πλευρά της κατανάλωσης, στο ενδεχόμενο πιθανών ελλείψεων και «ανατιμήσεων», κάτι που έδωσε ένα μάλλον απολογητικό ύφος στη συζήτηση από πλευράς διοργανωτών. Παράλληλα εκκωφαντική ήταν η απουσία κάποιου εκπροσώπου από τις τάξεις των παραγωγών, πέραν της όποιας εκπροσώπησης παρείχε η παρουσία της ΕΔΟΕ, με τον πρόεδρο της να παρατηρεί πως πριν από μόλις δύο χρόνια, οι τιμές με τις οποίες πληρώνονταν οι ελαιοκαλλιεργητές δεν επέτρεπαν καν την απόσβεση των εξόδων που έχει η καλλιέργεια.
Ανάμεσα σε αυτές τις απολογητικές λοιπόν τοποθετήσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε ένα γράφημα που παρουσίασε ο αντιπρόεδρος του οργανισμού 4Ε, Βασίλης Ζαμπούνης, το οποίο έδειχνε πως οι τιμές παραγωγού και η τιμή διάθεσης του προϊόντος στο ράφι συγκλίνουν τους τελευταίους μήνες, με εκπρόσωπο του ΣΕΒΙΤΕΛ να σχολιάζει ότι πρόκειται για μια κοινή γραμμή πλεύσης μεταξύ βιομηχανίας και λιανικής, προς υποστήριξη του προϊόντος, της οποίας τις αντοχές κανείς δεν γνωρίζει. Το ίδιο στέλεχος της αγοράς επιβεβαίωσε ότι τα περιθώρια κερδοφορίας της βιομηχανίας έχουν περιοριστεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, σε μια αποστροφή του λόγου που θα μπορούσε να πει κανείς ότι δείχνει τους παραγωγούς ως μια από τις αιτίες ανόδου των τιμών ελαιολάδου εις βάρος «της τσέπης του καταναλωτή». Βεβαίως υποστήριξαν ότι μειώθηκαν τα κέρδη της βιομηχανίας, χωρίς αυτό να εξακριβώνεται με απόλυτο τρόπο, και χωρίς όμως να σημαίνει ότι η πλευρά των παραγωγών θα μπορούσε να αντέξει στο προηγούμενο καθεστώς τιμών, που σε μεγάλο βαθμό υποβάθμισε το παραγωγικό δυναμικό των εκμεταλλεύσεων, αφού δεν επέτρεπε τη βιωσιμότητα τους.
Αναλυτικά το Δελτίο τύπου των διοργανωτών εδώ.
*Φωτογραφίες: Γεωργία Καραμανλή