Το όφελος στο αγροτικό εισόδημα από μια αύξηση της αποδοτικότητας στις καλλιέργειες που προκύπτει από την αύξηση της δαπάνης για αγροτικά εφόδια έρχεται να υπολογίσει μελέτη του ΙΟΒΕ, σχετικά με την συνεισφορά των εισροών στην αγροτική παραγωγή και το μέλλον του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα.
Όπως υποστηρίζει η μελέτη του ΙΟΒΕ, οι προκλήσεις για τον κλάδο αγροτικών εφοδίων είναι σημαντικές και έγκεινται στο αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο με τάση μείωσης της χρήσης εισροών, στις βελτιώσεις στην προστασία και πρόσληψη θρεπτικών στοιχείων των φυτών, καθώς και στην παροχή προϊόντων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της βιολογικής γεωργίας.
Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρει σχετικά: «Η ελληνική γεωργία καλείται τα επόμενα χρόνια να ενσωματώσει τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται διεθνώς στις διαδικασίες παραγωγής, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική, να μετασχηματιστεί σε κλάδο έντασης γνώσης και τεχνολογίας και να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έχει το σύνολο του κλάδου των αγροτικών εφοδίων, ο οποίος καλείται να υποστηρίξει πολύπλευρα αυτή τη μετάβαση».
Σε αυτό το πλαίσιο, παρατίθενται από το ΙΟΒΕ οι διαρθρωτικές αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να ενισχύσει περαιτέρω τη συμβολή του στην εθνική οικονομία.
Αυτές είναι:
- Μικρές και κατακερματισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Μέσος όρος έκτασης αγροτικής εκμετάλλευσης 6,6 εκτάρια με το 90% των εκμεταλλεύσεων να χαρακτηρίζονται υπερβολικά μικρές (<2 εκτάρια)
- Αναποτελεσματική οργάνωση. Μερίδιο αγροτικών συνεταιρισμών στην αγορά περίπου το 20% της ελληνικής αγοράς (40% στην Ευρώπη)
- Χαμηλή τεχνολογία και τεχνογνωσία. Η παγκόσμια δαπάνη για R&D στον αγροτικό τομέα διπλασιάστηκε, η Ελλάδα έμεινε πίσω. Συγκεκριμένα η Ελλάδα δαπάνησε € 11/ha σε αντίθεση με την Ευρώπη που δαπάνησε € 33/ha και €19/ha παγκοσμίως. Επιπλέον,μόνο το 7% του εργατικού δυναμικού έχει κάποια επαγγελματική εκπαίδευση σε αντίθεση με την Ευρώπη με ποσοστό 50%. Μικρό ποσοστό νέων αγροτών (<40 ετών) σε σύγκριση με την Ευρώπη (31% των αγροτών).
- Μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις. Καλύπτουν το 1/5 της αξίας της αγροτικής παραγωγής (12% της αξίας αγροτικής παραγωγής κατά Μ.Ο. στις ευρωπαϊκές χώρες)
- Αδυναμίες στην προώθηση και branding των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής. Πολλά προϊόντα πωλούνται χύμα και έτσι χάνεται η προστιθέμενη αξία της τυποποίησης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το λάδι, μόνο το 27% της ελληνικής παραγωγής ελαιόλαδου φτάνει σε επίπεδα σήμανσης και branding σε αντίθεση με την Ισπανία που φτάνει το 50% και την Ιταλία με 80%.
Η ανακοίνωση των διοργανωτών αναφέρει τα εξής:
Την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή εκδήλωση των Συνδέσμων Προϊόντων Θρέψης και Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), Πολλαπλασιαστικού υλικού (ΣΕΠΥ) και Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ) για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με θέμα ««Η συνεισφορά των εισροών στην αγροτική παραγωγή και το μέλλον του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα».
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσίασαν ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, κύριος Νίκος Βέττας και ο Υπεύθυνος Κλαδικών Μελετών του ΙΟΒΕ, κύριος Γιώργος Μανιάτης.
Στη συζήτηση συμμετείχε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κύριος Μάκης Βορίδης.
Από πλευράς της βιομηχανίας των αγροτικών εφοδίων συμμετείχαν οι Πρόεδροι των τριών Συνδέσμων κκ. Βάσος Ευθυμιάδης (ΕΣΥΦ), Γιάννης Βεβελάκης (ΣΠΕΛ) και Θύμης Ευθυμιάδης (ΣΕΠΥ).
Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Νίκος Φιλιππίδης και την παρακολούθησαν περίπου 200 άτομα από διάφορους φορείς, τον κλάδο των εισροών, τα καταστημάτων εμπορίας αγροτικών εφοδίων, τις υπηρεσίες του ΥπΑΑΤ και δημοσιογράφοι.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, τα βασικά αγροτικά εφόδια – Λιπάσματα, Φυτοπροστατευτικά προϊόντα, Σπόροι και πολλαπλασιαστικό υλικό – στηρίζουν πολύπλευρα τον εγχώριο αγροδιατροφικό τομέα, ενώ η παραγωγή και διανομή τους συνιστά μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα για την ελληνική οικονομία.
Η ορθολογική και ενημερωμένη χρήση πιστοποιημένων αγροτικών εφοδίων οδηγεί σε αύξηση της απόδοσης και βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής, ενισχύοντας την ασφάλεια και επάρκεια των τροφίμων και την ανταγωνιστικότητα των παραγωγών.
Ωστόσο, η μελέτη επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην ενημέρωση των παραγωγών αναφορικά με την ορθολογική χρήση των αγροτικών εφοδίων, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα όπως η ανεπαρκής λίπανση, η χρήση μη πιστοποιημένων ή παράνομων αγροτικών εφοδίων και η μη ορθή χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τα οποία μεσοπρόθεσμα υποσκάπτουν την παραγωγική ικανότητα και την ποιότητα των προϊόντων του αγροτικού τομέα.
Η δαπάνη για αγροτικά εφόδια στην Ελλάδα κινείται στην περιοχή του 22% του συνολικού κόστους αγροτικής παραγωγής και είναι αρκετά χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντική επίπτωση στο κόστος αγροτικής παραγωγής είχε από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, η αύξηση των δαπανών για Ενέργεια.
Ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα, με έμφαση στον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, στη στενή συνεργασία με φορείς έρευνας, και στην επανατοποθέτηση των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων, τόσο στην εγχώρια όσο και στις διεθνείς αγορές, θα έχει σύμφωνα με το ΙΟΒΕ θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και το εισόδημα των παραγωγών, καθιστώντας τους λιγότερο ευάλωτους σε εξωγενείς διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής.
Ο πρόεδρος του ΣΕΠΥ τόνισε τον πολυδιάστατο ρόλο των επιχειρήσεων παραγωγής και διακίνησης αγροτικών εφοδίων, οι οποίες ασκούν μια σημαντική δραστηριότητα για την Εθνική Οικονομία, όχι μόνο υπό όρους τζίρου και απασχόλησης, αλλά και ως φορείς μεταφοράς τεχνογνωσίας στην Ελληνική γεωργία κατά τα τελευταία 40 και πλέον έτη. Επιπλέον αναφέρθηκε στην σημασία του πολλαπλασιαστικού υλικού για την αειφόρο παραγωγή τροφίμων μέσα από τη νέα στρατηγική της Ε.Ε. «Από το αγρόκτημα στο πιάτο», καθώς πάνω από το 50% της καινοτομίας και της έρευνας, ενσωματώνεται στη γεωργική πράξη μέσα από το σπόρο. Για την επίτευξη των στόχων που θέτει η παραπάνω στρατηγική, είναι κρίσιμη η χρησιμοποίηση των νέων «εργαλείων» στον τομέα της γενετικής βελτίωσης για τη δημιουργία φυτικών ποικιλιών, πάντοτε όμως υπό τον έλεγχο και την εποπτεία τόσο της Ε.Ε. σε κεντρικό επίπεδο, όσο και των αρμοδίων αρχών σε κάθε κράτος μέλος. Τονίστηκε επίσης η σημασία ανάδειξης της χρήσης πιστοποιημένου σπόρου, καθώς και τα πολλαπλά οφέλη που προκύπτουν γενικότερα για τους παραγωγούς από την επένδυση σε πιστοποιημένα αγροτικά εφόδια. Επισημάνθηκε τέλος, η ανάγκη αυστηρής πάταξης φαινομένων παράνομης εμπορίας σπόρων που σε ορισμένα φυτικά είδη (βαμβάκι, σιτηρά, μηδική, κηπευτικά κ.α.) έχει λάβει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις, προκειμένου η Ελληνική εγχώρια παραγωγή να ταυτιστεί με την νέα εποχή της πιστοποίησης και της ιχνηλασιμότητας σε όλα τα στάδια.
Ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ τόνισε την συμβολή των εισροών στην γεωργία και ιδιαίτερα στην παραγωγή τροφίμων που παραμένει μια από τις μεγάλες προκλήσεις της ανθρωπότητας, θυμίζοντας την περίφημη φράση του Norman Borlaug «H παγκόσμια ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί με άδεια στομάχια». Επιπρόσθετα, επισήμανε την μακροχρόνια πτωτική τάση της κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις της υπολίπανσης στην ποσότητα και στην ποιότητα της παραγωγής, αλλά και στην διατήρηση των εδαφών. Αναλυτικά, τόνισε ότι η περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης λιπασμάτων θα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στη γονιμότητα των εδαφών, καθώς θα επηρεαστεί το ισοζύγιο των θρεπτικών στοιχείων, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους με κίνδυνο ακόμα και την ερημοποίηση. Τέλος, τοποθετήθηκε σχετικά με τη νέα πολιτική της Ε.Ε., για την Πράσινη Συμφωνία και τη Στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» σημειώνοντας ότι η πολιτική σε αυτό το στάδιο φαίνεται να εντοπίζεται σε ουτοπικούς στόχους. Εξέφρασε ωστόσο την ελπίδα ότι μέσα από τις διεργασίες που θα ακολουθήσουν, καθώς και στην προσαρμογή της πολιτικής στις τοπικές ανάγκες των κρατών μελών, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να επιτευχθεί το προσδοκώμενο: Δημιουργία ποιοτικών και ασφαλών προϊόντων σε ποσότητες που θα εξασφαλίζουν τις επισιτιστικές ανάγκες της ΕΕ και που τελικά θα συμβάλλουν στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος.
Ο πρόεδρος του ΕΣΥΦ αναφέρθηκε στο γεγονός ότι περίπου το 80% του κόστους της αγροτικής παραγωγής, αποτελούμενο κυρίως από ενέργεια, ενοίκια και εργατικά, είναι εντελώς ανεξάρτητο από την βιομηχανία εισροών και μπορεί να επηρεαστεί μόνο με στοχευμένες κρατικές παρεμβάσεις. Τόνισε ότι ο μικρός κλήρος δεν αποτελεί τροχοπέδη για τη γεωργία μόνο στο παρόν αλλά, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, θα αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο όσον αφορά στην οικονομική βιωσιμότητα της χρήσης εργαλείων ψηφιακής γεωργίας και στο μέλλον. Υποστήριξε ότι η προοπτική ανάπτυξης της γεωργίας και της αύξησης του αγροτικού εισοδήματος περνάει οπωσδήποτε μέσα από συνεργασίες βασισμένες πάνω σε συμβολαιοποιημένη παραγωγή προϊόντων συμφωνημένων προδιαγραφών δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στον τελικό χρήστη, είτε είναι αυτός ο καταναλωτής είτε η βιομηχανία τροφίμων. Τέλος, τοποθετήθηκε πάνω στην νέα πολιτική της Ε.Ε. όσον αφορά στην Πράσινη Συμφωνία και στις Στρατηγικές «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και για τη Βιοποικιλότητα, αναφέροντας ότι η βιομηχανία φυτοπροστατευτικών προϊόντων ήταν και είναι ένθερμος υποστηρικτής κάθε προσπάθειας προστασίας του περιβάλλοντος, του καταναλωτή και των φυσικών πόρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι στόχοι που τίθενται είναι ρεαλιστικοί, λαμβάνουν υπ’ όψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και έχει δοθεί το κατάλληλο χρονικό περιθώριο για την επίτευξή τους.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ και η σχετική παρουσίαση είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του ΙΟΒΕ:
http://iobe.gr/research_dtl.asp?RID=205
Μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο της διαδικτυακής εκδήλωσης εδώ: https://youtu.be/aCyYjA37MWg