BACK TO
TOP
Farming

Μείωση αποδόσεων και πρωτεϊνών στα καλλιεργούμενα λόγω κλιματικής αλλαγής

Η αύξηση του CΟ2 στην ατμόσφαιρα, που αποτελεί μια από τις παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής, «οπλίζει» ορισμένα επικίνδυνα ζιζάνια, ενώ παράλληλα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και κάποιων καλλιεργούμενων ειδών. Ο τελικός νικητής εξαρτάται από τον εκάστοτε ανταγωνιστή.

depositphotos_64078709-stock-photo-red-poppies-in-a-wheat

Στέλα Προβελέγγιου

25
0

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που μαστίζουν την γεωργία τα τελευταία χρόνια πείθουν πλέον και τους πιο δύσπιστους ότι η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός και φαίνεται να διαμορφώνει ένα νέο τοπίο στον αγροτικό κόσμο. Με την αύξηση της θερμοκρασίας και του CO2 (διοξειδίου του άνθρακα) στην ατμόσφαιρα, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει χαρακτηριστικά και διεργασίες των φυτών, καλλιεργούμενων ή και όχι, όπως το φύτρωμα, την διάρκεια του βιολογικού κύκλου, την εαρινοποίηση, την αναπνοή και διαπνοή καθώς και την έκφραση γονιδίων. Στο απυρόβλητο δεν μένει ούτε και η φωτοσύνθεση, ένα σύστημα που «κινεί τα νήματα» της ανάπτυξης και παραγωγικότητας των πράσινων φυτικών οργανισμών.

Παρά την περιπλοκότητα των χημικών αντιδράσεων που την αποτελούν και τις παραλλαγές που συναντώνται σε κάποια είδη, η «ραχοκοκαλιά» της βιοχημικής αυτής διαδικασίας παραμένει κοινή. Κατά τα την φωτοσύνθεση λοιπόν, τα φυτά δεσμεύουν ηλιακή ενέργεια που χρησιμοποιείται για την μετατροπή του άνθρακα (CO2) και του νερού σε οξυγόνο και υδατάνθρακες (ή άλλες ενεργειακά πλούσιες οργανικές ουσίες). Ως αποτέλεσμα μια αύξηση της ποσότητας του CO2 στην ατμόσφαιρα αλλάζει έναν από τους τρεις βασικούς παράγονται στην εξίσωση της φωτοσύνθεσης και ευνοεί τα είδη που είναι ικανά να την εκμεταλλευτούν.

Μεγάλος χαμένος το καλαμπόκι, κερδίζουν έδαφος το σιτάρι και τα λαχανοκομικά

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ελληνικής Ζιζανιολογικής Εταιρείας, δια στόματος του καθηγητή δρ. Ηλία Ελευθεροχωρινού, έδαφος αναμένεται να κερδίσουν τα χειμερινά δημητριακά, όπως σιτάρι, κριθάρι και ρύζι, η σόγια καθώς και καλλιέργειες της θερινής περιόδου με κύριες το βαμβάκι, τον ηλίανθος, την πατάτα και την ντομάτα. Επιπροσθέτως, ευνοημένη αναμένεται να είναι η ανταγωνιστική ικανότατα καλλιεργούμενων δέντρων και θάμνων.

Τα προαναφερθέντα είδη, που «κερδίζουν» έδαφος ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα φυτών, τα φυτά C3, που είναι ικανά να αξιοποιήσουν την πρόσθετη ποσότητα CO2 και να αυξήσουν στην συνέχεια την φωτοσύνθεση και ανάπτυξή τους, επικρατώντας των ανταγωνιστών τους. Όμως C3 δεν είναι μόνο καλλιεργούμενα είδη αλλά και πολλά από τα πιο διαδεδομένα και δυσεξόντοτα ζιζάνια που συναντώνται στα χωράφια. Αυτά τα είδη, φαίνεται να είναι ακόμα πιο εννοημένα από τα καλλιεργούμενα C3 και ως αποτέλεσμα όταν βρεθούν μαζί στο χωράφι, να επικρατούν. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, οι επιστήμονες αναμένουν μέσα στα επόμενα χρόνια να συναντώνται όλο και συχνότερα κόκκινα βαμαβακοχώραφα εξαιτίας των παπαρούνων, να ενταθούν τα προβλήματα με την περιπλοκάδα στην συγκεκριμένη καλλιέργεια, ενώ αντιθέτως μικρή αποδυνάμωση μπορεί να βιώσει ο μεγάλος εχθρός του βαμβακιού, η κύπερη.

Αντίθετα, αγώνα επιβίωσης θα κάνουν καλλιέργειες που κατατάσσονται στα C4 είδη, όταν θα έχουν να αντιμετωπίσουν ζιζάνια που ανήκουν στα C3. Μεγάλος χαμένος από τα καλλιεργούμενα είδη ενδέχεται να αναδειχθεί ο αραβόσιτος, ιδίως σε χωράφια με πληθυσμούς αγριοντοματιάς, περιπλοκάδας και σολανού. Την ίδια μοίρα θα μοιραστούν και άλλα δημητριακά της θερμής περιόδου, μικρότερης σημασίας για την χώρα μας όπως το κεχρί, το σόργο αλλά και το ζαχαροκάλαμο.
Πειραματικά δεδομένα της επίδρασης των ζιζανίων λουβουρδιά (C3) και του τραχύ βλίτου (C4) στην καλλιέργεια της σόγια δείχνουν ότι ενώ με τις σημερινές συνθήκες το τραχύ βλίτο προκαλεί έως και 45% μείωση της απόδοσης της σόγιας, ενώ η λουβουρδιά μόλις κατά 28%, η αύξηση του CO2 αντιστρέφει τα πράγματα και  ενισχύσει την ανταγωνιστική ικανότητα  των C3 φυτών, δίνοντας μια έξτρα ενίσχυση στο C3 ζιζάνιο.

Οι σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ ζιζανίων και καλλιέργειας διαμορφώνονται από τον γενικό κανόνα που θεωρεί ως πιο ευνοημένα (λόγω αυξημένου CO2) τα ζιζάνια C3, κατόπιν τα καλλιεργούμενα της ίδιας κατηγορίας, ενώ τα είδη C4 που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τις έξτρα ποσότητες CO2, μένουν πιο πίσω στην «κούρσα». Παρ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τα φυτά της τελευταίας κατηγορίας (C4) θεωρούνται είδη ιδιαιτέρως παραγωγικά, με διπλάσια ικανότητα φωτοσύνθεσης από ορισμένα C3 και ανθεκτικά σε συνθήκες ξηρασίας και αλατότητας. Αυτό σημαίνει ότι σε συνθήκες που πέρα από τη αύξηση του CO2 καταγραφεί και αύξηση της θερμοκρασίας οι ανταγωνιστικότητα θα διαμορφωθεί εκ νέου. 

Αρνητικές επιδράσεις αναμένονται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων

Η αύξηση του CO2 αναμένεται να επηρεάσει πέρα από την απόδοση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αγροτικών προϊόντων, μειώνοντς την περιεκτικότητα των δημητριακών καρπών σε πρωτεϊνες, σίδηρο και ψευδάργυρο. Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από 57 μελέτες δείχνουν ότι η μείωση των πρωτεϊνών και του ψευδαργύρου στο ρύζι θα φτάσει έως  7,8% και 3,3% αντίστοιχα, με το σιτάρι να ακολουθεί με μια μείωση της τάξεως του 6,3%. και 9,3% αντίστοιχα.
Μέιωση των ίδιων στοιχείων καταγράφεται και στα λαχανικά (πρωτεϊνεις 10%, νιτρικά 18% σίδηρος 9% κ.α), ενώ αυξημένα φαίνεται να είναι τα φλαβονοειδή (45%), η αντιοξειδωτική δράση (59%),  φρουκτόζη  (14%) και η γλυκόζη (13%). 

Αλλαγή του χάρτη βιοποικιλότητας και προβλήματα δραστικότητας ζιζανιοκτόνων

Λόγω των πολλών παραμέτρων που πρέπει να ληφθούν υπόψιν και την αβεβαιότητα της εξέλιξης και έντασης των καιρικών φαινομένων που συνοδεύουν την κλιματική αλλαγή, είναι δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια το σκηνικό της «αυριανής» ημέρας στην γεωργία. Με τα υπάρχοντα δεδομένα οι επιστήμονες μεταξύ άλλων αναμένουν μετακίνηση των ζιζανιολογικών πληθυσμών και εγκατάστασή τους σε ψυχρότερες περιοχές καθώς και εξάπλωση-επικράτηση των C3 ειδών λόγω αύξησης της ανταγωνιστικής τους ικανότητας.

Εκτός από την αλλαγή στην βιοποικιλότητα, την σύνθεση, αφθονία και σπουδαιότητα ορισμένων ζιζανίων εντός των καλλιεργειών, σημαντικές επιπτώσεις αναμένονται και στην αποτελεσματικότητα του «όπλου» των παραγωγών εναντίων τους. Η δράση των ζιζανιοκτόνων είναι ήδη γνωστό ότι επηρεάζεται από τις υψηλές θερμοκρασίες, με πολλά από τα σκευάσματα να συνιστάται να μην χρησιμοποιούνται όταν επικρατούν θερμοκρασίες που ξεπερνούν κάποιο όριο (ανάλογα την χημική σύσταση του ζιζανιοκτόνου). Υπό την επίδραση CO2 και θερμοκρασίας ενδέχεται να επηρεαστούν ιδιότητες των ζιζανιοκτόνων όπως η αποτελεσματικότητα και η υπολειμματικότητα, λόγω μείωση απορρόφησης και μετακίνησης ή αύξηση του μεταβολισμού ζιζανιοκτόνων εντός των ζιζανίων. Την ίδια στιγμή η αύξηση του ρυθμού μικροβιακής αποδόμησης και χημικής διάσπασης των ζιζανιοκτόνων στο έδαφος (προϋπόθεση η επαρκής υγρασία) θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος, αλλά και συντομότερο χρόνο δράσης.

Μέτρα προετοιμασίας και διαχείρισης

Παρά τον παράγοντα αβεβαιότητας, οι επιστήμονες τονίζουν σε κάθε περίπτωση την σημασία της ετοιμότητας, αναγνώρισης, χαρτογράφησης και παρακολούθησης των ζιζανίων καθώς και την κατάρτιση και υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου και κατάλληλου προγράμματος διαχείρισής τους, αξιοποιώντας εξοπλισμό ευφυούς γεωργίας.  Τέλος, καταλυτικό ρόλο μπορούν να παίξουν η όρθωση τειχών  προστασίας απέναντι σε ζιζάνια-εισβολείς (invasive species), με την έγκαιρη και στοχευμένη αντιμετώπισή τους πριν εξαπλωθούν σε μια περιοχή.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

Ροή Ειδήσεων

Ροή Ειδήσεων Προγράμματα Farming Πληρωμές