Συνολικά οι δύο στους τρεις παραγωγούς, δε, θεωρούν την αλλαγή στο κλίμα πραγματική απειλή για την επιβίωση της εκμετάλλευσής τους και μόνο ο ένας στους τρεις έχει την αυτοπεποίθηση ότι θα καταφέρει έστω και με δυσκολία να ανταπεξέλθει ενώ μόλις 4% λέει ότι δεν τη φοβάται.
Τα ευρήματα αυτά ανέδειξαν οι απαντήσεις -σε ερωτηματολόγιο που έστειλε το Παράρτημα του ΓΕΩΤΕΕ στην Κεντρική Μακεδονία- τις οποίες έδωσαν 200 παραγωγοί από την ομώνυμη περιφέρεια, οι οποίοι είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό, για την ένταξή τους στο τυχαίο δείγμα, ότι ανήκουν στο δίκτυο λογιστικής γεωργικής παρακολούθησης RICA, μέσω του οποίου η χώρα, μεταξύ άλλων, καταγράφει στοιχεία για το κόστος παραγωγής και τα διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Άρα, πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι, κατά κάποιο τρόπο, είναι υποχρεωμένοι να καταγράφουν παραγωγές, κόστη και άλλα δεδομένα, που σημαίνει πως μπορούν να μεταφέρουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα του τί συμβαίνει πραγματικά και δεν λένε πράγματα από το μυαλό τους», ανέφερε ο πρόεδρος του παραρτήματος Κ. Μακεδονίας του ΓΕΩΤΕΕ, Αθανάσιος Σαρόπουλος.
Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, στο πλαίσιο διημερίδας με θέμα «Κλιματική κρίση. Πρωτογενής τομέας, προτάσεις και λύσεις», που πραγματοποιήθηκε στις 23 και 24 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Σαρόπουλος ανέφερε ότι οι μετέχοντες στο δείγμα αντιπροσωπεύουν όλες τις πιθανές καλλιέργειες στην Κεντρική Μακεδονία, από τα ορεινά, τα πεδινά, αρδευόμενες και μη, ενώ οι κάτοχοι των εκμεταλλεύσεων είναι από όλα τα μορφωτικά επίπεδα.
Όπως προέκυψε από την ομιλία του προέδρου του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, το 90% των ερωτηθέντων γνωρίζει την κλιματική αλλαγή – κρίση, αλλά μόνο το 8% θεωρεί πως έχει επαρκή ενημέρωση και το 67% δηλώνει ότι χρειάζεται αρκετή παραπάνω πληροφόρηση. Ο ίδιος τόνισε πως είναι δικαιολογημένος ο φόβος που διαπιστώνεται στις τάξεις των παραγωγών για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, διότι, σύμφωνα με όσα δηλώνουν, το 83% των παραγωγών της Κεντρικής Μακεδονίας έχει υποστεί τα τελευταία 10 χρόνια τουλάχιστον μια ζημιά από φυσικό φαινόμενο ή φυσική καταστροφή.
«Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πλέον έχει πάθει ζημία ή περισσότερες της μιας καταστροφές. Το μεγαλύτερο ποσοστό, περίπου το 40%, έχει πάθει ζημιά από ξηρασία ή από ακραίες θερμοκρασίες, το 25% από χαλάζι και υπάρχει και ένα 15% που έχει πληγεί από πλημμύρες», υποστήριξε ο κ. Σαρόπουλος και πρόσθεσε πως «από τις απαντήσεις προκύπτει, επίσης, πως μόλις 5% όσων έπαθαν αυτές τις σοβαρές καταστροφές, μπόρεσε να το ξεπεράσει με σχετική ευκολία, το 30% αρκετά δύσκολα, 30% πολύ δύσκολα και το ένα 30% δεν κατάφερε ποτέ να σηκώσει κεφάλι».
Οι συγκεκριμένες απαντήσεις κατά τον ομιλητή, εξηγούν και το για ποιο λόγο ουσιαστικά το 1/3 των παραγωγών της Κεντρικής Μακεδονίας λέει ότι θέλει να εγκαταλείψει ή να αλλάξει την καλλιέργεια του. Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση των αρχηγών των εκμεταλλεύσεων, σε σχέση με τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, ο κ. Σαρόπουλος σημείωσε ότι σε χειρότερη μοίρα βρίσκονται όσοι έχουν ξερικά χωράφια, έναντι εκείνων με τα αρδευτικά.
Στα ξερικά χωράφια αυτό που αναδεικνύεται μέσα από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, είναι ότι η ξηρασία και οι πλημμύρες, αποτελούν το πρώτο και μεγαλύτερο πρόβλημα, ενώ στους δενδροκαλλιεργητές η ζέστη του χειμώνα και το γεγονός ότι δεν συγκεντρώνονται συνήθως οι απαραίτητες ώρες ψύχους, είναι στην κορυφή της λίστας.
«Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- είναι προβληματισμένοι σε μεγάλο βαθμό. Ζητάνε όλοι περισσότερη ενημέρωση και αν την λάβουν πιστεύουμε πως θα αυξηθεί το ποσοστό όσων θα θέλουν να προχωρήσουν σε αλλαγές είτε στην καλλιέργεια, είτε στις καλλιεργητικές πρακτικές για να προσαρμοστούν», επισήμανε ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κ. Μακεδονίας.
Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε πως είναι αδήριτη ανάγκη το κενό στην ενημέρωση να καλυφθεί με κάποιον τρόπο, γιατί αν δεν υπάρξει αυτή η προσαρμογή στις νέες συνθήκες θα είναι μοιραίο για πολλούς αγρότες, σε σχέση με την άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Με δεδομένο δε, ότι οι γεωπόνοι του δημοσίου απασχολούνται στους ελέγχους και την είσπραξη των επιδοτήσεων, ενώ και το πρόγραμμα για τους γεωργικούς συμβούλους δεν εφαρμόστηκε ουσιαστικά ποτέ, αυτό το χάσμα, όπως ανέφερε ο ομιλητής, πρόταση του ΓΕΩΤΕΕ είναι να το καλύψει μια νέα δημόσια δομή. «Πρέπει να ξαναστηθούν οι γεωργικές εφαρμογές σε επίπεδο δημόσιο. Να δημιουργηθούν σε κάθε ΔΑΟΚ, τμήματα προσαρμογής στην κλιματική κρίση, τα οποία θα στελεχωθούν με ανθρώπους, οι οποίοι θα προσληφθούν τώρα, επί τούτου, με ειδικές εξετάσεις σε θέματα γεωπονικά. Να μετρούν μεταπτυχιακές σπουδές, εξειδικεύσεις, με μόρια που θα έχουν σχέση με το θέμα της κλιματικής αλλαγής και οι άνθρωποι αυτοί να κάνουν και εξάμηνη εκπαίδευση στα πανεπιστήμια, να μην πάνε να δουλέψουν έτσι. Να μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να βγουν έξω, σε κάθε νομό 4-5, να πάνε να βρουν αγρότες με διάθεση και ανοικτό πνεύμα να αλλάξουν και να τους βάλουν μπροστάρηδες, με επιδεικτικούς αγρούς, για να βλέπουν οι υπόλοιποι αγρότες την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά για να τους μιμούνται. Εάν δεν γίνει αυτό θα έχουμε πρόβλημα. Δεν πρέπει να καθυστερούμε. Φέτος ο χειμώνας ήταν καλύτερος από τα προηγούμενα χρόνια. Μας έδωσε μια ευκαιρία. Αλλά η τάση είναι πάντα ανοδική. Αν το κάνουμε άμεσα αυτό πιστεύω ότι σε δύο χρόνια θα έχουμε έξω ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα, που θα καθοδηγούν πλέον τον αγροτικό πληθυσμό και τον κτηνοτροφικό προς τη σωστή κατεύθυνση. Και ναι, από το να μην το κάνουμε ποτέ, καλύτερα να το κάνουμε τώρα και ας είναι λίγο αργά».