«Το πρόβλημα της ανθεκτικότητας των ζιζανίων είναι μεγάλο κι απειλεί αυτή τη στιγμή την παραγωγή τροφίμων, γιατί χρόνο με το χρόνο, λόγω εκτεταμένης χρήσης, χάνουμε ολοένα και πιο πολλά ζιζανιοκτόνα», είπε ο Θωμάς Γιτσόπουλος, ερευνητής ζιζανιολογίας στον ΕΛΓΟ Δήμητρα και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου.
Μιλώντας σε ενημερωτική ημερίδα που οργανώθηκε την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου στις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Γιτσόπουλος ξεκαθάρισε πως αν συνεχιστεί το μοτίβο που ακολουθούν σήμερα οι παραγωγοί, σύντομα θα φτάσουμε σε αδιέξοδο.
«Οι αγρότες πρέπει να καταλάβουν ότι είναι ανάγκη, παράλληλα με τα χημικά μέσα που χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση των ζιζανίων, να εφαρμόζουν και μη χημικές μεθόδους. Μπορεί να μην έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα, όπως τα χημικά ζιζανιοκτόνα, αλλά είναι πολλές και η κάθε μία έχει να προσφέρει και κάτι. Αυτή η τακτική θα αλλάξει την κατάσταση που υπάρχει στον αγρό», τόνισε ο ερευνητής.
Κύρια εφαρμογή, κατά τον ομιλητή, θα πρέπει να είναι η αμειψισπορά, που δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγός να αλλάξει τις συνθήκες που υπάρχουν στον αγρό λόγω μονοκαλλιέργειας και ευνοούν την ανάπτυξη των ζιζανίων. «Πρέπει ο παραγωγός να παρέμβει στο βιολογικό τους κύκλο. Και πώς θα γίνει αυτό; Αλλάζοντας τις ημερομηνίες σποράς, τα είδη που καλλιεργεί, αλλά και τις καλλιεργητικές συνθήκες. Δεν λέμε να φύγει από τα χημικά εργαλεία. Αλλά για να τα διατηρήσει σωστά και σε μεγάλο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να εφαρμόσει μη χημικές τεχνικές μεθόδους, όσο και αν ακούγεται παράξενο. Διαφορετικά θα φτάσουμε στο σημείο στο τέλος να μην έχουμε καθόλου εργαλεία στη μάχη που δίνουμε για να αντιμετωπίσουμε τα ζιζάνια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εστιάζοντας στα σιτηρά, ο κ. Γιτσόπουλος επισήμανε πως το ζιζάνιο ήρα είναι ένας από τους σοβαρούς «πονοκεφάλους» που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί. «Έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα με την ήρα. Όλη η Βόρεια Ελλάδα πλήττεται αυτή τη στιγμή από το ζιζάνιο. Πνίγει τα χωράφια και λόγω της ανθεκτικότητας που έχει αναπτύξει έχουμε χάσει από τα χέρια μας πολλά ζιζανιοκτόνα, ενώ και τα προφυτρωτικά, τα οποία προς το παρόν δίνουν λύση, σε λίγο καιρό και αυτά θα αποσυρθούν, λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά δεν ξέρω τί θα κάνουμε», υπογράμμισε ο κ. Γιτσόπουλος. Ο ίδιος συμπλήρωσε δε, πως «πρόβλημα -αν και όχι ίσως σε ανάλογη διάσταση με την ήρα- διαπιστώνεται με το ανεμόχωρτο και το μίλιο στη Δυτική Μακεδονία, δύο νέα ζιζάνια που έχουν εμφανιστεί εκεί λόγω γεωγραφικών συνθηκών και έχουν πλέον και αυτά αναπτύξει μεγάλη ανθεκτικότητα».
Αγριοβρώμη και παπαρούνα στα χειμερινά σιτηρά
Προβλήματα πολλαπλής ανθεκτικότητας έχουν καταγραφεί, ωστόσο, και στην αγριοβρώμη και στην παπαρούνα, στα χειμερινά σιτηρά, όπως ανέφερε η επίκουρη καθηγήτρια ζιζανιολογίας του ΑΠΘ, Βάγια Κατή. «Στη μεν παπαρούνα οι πολλαπλές ανθεκτικότητες εντοπίζονται στην ομάδα ζιζανιοκτόνων δύο, ενώ στη μεγάλη αγριοβρώμη ξέρουμε χρόνια τώρα ότι έχουμε πρόβλημα σε ζιζανιοκτόνα της ομάδας ένα, αυτών που ονομάζουμε αγροστοδωκτόνα γιατί πιάνουν μόνο αγροστώδη ζιζάνια. Πλέον, όμως εμφανίστηκαν προβλήματα και σε ζιζανιοκτόνα της ομάδας δύο, όπως αυτά για την παπαρούνα. Και δυστυχώς βρέθηκαν πληθυσμοί με πολλαπλή ανθεκτικότητα σε αυτές τις δύο ομάδες. Και ήθελα να ακουστεί σαν καμπανάκι κινδύνου ότι αν δεν κάνουμε κάτι αυτά τα προβλήματα όπως και στο παρελθόν θα επεκταθούν και θα εγκατασταθούν και θα κάνουν την παραγωγική διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη», υποστήριξε η κ. Κατή.
Ως προς το τί πρέπει να γίνει, η ομιλήτρια επικεντρώθηκε στις άμεσες χημικές λύσεις που είναι διαθέσιμες και αποτελεσματικές, προκειμένου να διαφυλαχθούν, δίδοντας όμως ταυτόχρονα έμφαση και στην ανάγκη χρήσης των εναλλακτικών ζιζανιοκτονικών μεθόδων. Για τις τελευταίες, πάντως, εξέφρασε και την επιφύλαξη ότι πολλές φορές αυτές δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμες, διότι αυξάνουν το κόστος παραγωγής, άλλοτε σκοντάφτουν στην έλλειψη εργατικών χεριών, αλλά και στην απουσία υποδομής του κράτους να υποστηρίξει τον Έλληνα παραγωγό.
Μουχρίτσα, μοσχοκύπερη και κόκκινο ρύζι τα ζιζάνια στο ρύζι
Γενικευμένες διαστάσεις, εν τω μεταξύ έχει προσλάβει και το πρόβλημα ανάπτυξης πολλαπλών ανθεκτικοτήτων που εμφανίζουν η μουχρίτσα, η μοσχοκύπερη και το κόκκινο ρύζι στην ορυζοκαλλιέργεια της χώρας. «Δεν υπάρχει ορυζώνας στην Ελλάδα που να μην βγαίνει μέσα κόκκινο ρύζι, μουχρίτσα και μοσχοκύπερη. Άρα, λοιπόν, είναι πρόβλημα όλων των παραγωγών», ανέφερε ο Ιωάννης Βασιλάκογλου, καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας - Αγροτεχνολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόσθεσε πως «εάν δεν μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε, η ζημιά μπορεί να φτάσει μέχρι και τον εκμηδενισμό της παραγωγής. Διότι τα ζιζάνια όταν μεγαλώσουν πλαγιάζουν και ρίχνουν το ρύζι στο έδαφος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκομιστεί. Επομένως είναι πάρα πολύ σημαντικό το πρόβλημα».
Ο έμπειρος ακαδημαϊκός ανέφερε ακόμη πως από τη στιγμή που τα προβλήματα ανθεκτικότητας των ζιζανίων στην καλλιέργεια του ρυζιού είναι πάρα πολύ σημαντικά και από την άλλη έχουμε μια συνεχόμενη μείωση δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση τους, οι παραγωγοί πρέπει να στραφούν και σε μη χημικές μεθόδους, προκειμένου να μπορέσουν να διαχειριστούν με τον ορθότερο τρόπο την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας.
«Πρέπει να γίνεται εναλλαγή καλλιεργειών γιατί δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν άλλες μέθοδοι που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στους ορυζώνες ή μπορεί να χρησιμοποιηθούν ζιζανιοκτόνα με άλλους μηχανισμούς δράσης που δεν έχουν έγκριση στα ρύζια. Και με αυτό τον τρόπο να κρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα ο πληθυσμός που έχει ξεκινήσει να εμφανίζει την ανθεκτικότητα», υποστήριξε ο κ. Βασιλάκογλου. Ο ίδιος σημείωσε πως μια άλλη επιλογή είναι να στραφούν οι παραγωγοί και σε ανταγωνιστικές - αλληλοπαθητικές ποικιλίες ρυζιού, κάτι το οποίο συμβαίνει ήδη στο εξωτερικό. «Προσπαθούν να βρουν ποικιλίες μπορούν μόνες τους να παράξουν ουσίες οι οποίες θα καταστείλουν την ανάπτυξη των ζιζανίων. Υπάρχουν στον κόσμο τέτοιες ποικιλίες, εμείς έχουμε στα σιτηρά, οι πιο γνωστές είναι στα χειμερινά σιτηρά. Πριν πάμε βέβαια σε αυτή την επιλογή, πρέπει να προηγηθεί έρευνα η οποία αυτή τη στιγμή δεν γίνεται καθόλου», ανέφερε ο καθηγητής.
Ολοκληρωμένη αντιμετώπιση με Provisia και Clearfield από τη BASF
Στο ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής ρυζιού, αλλά και διαχείρισης της ανθεκτικότητας του κόκκινου ρυζιού στην καλλιέργεια, που παρέχει η BASF με το συνδυαστικό «πακέτο» καινοτόμων τεχνολογιών provisia και Clearfield, αναφέρθηκε ο Χαράλαμπος Κουκίδης, γεωπόνος στη BASF κι υπεύθυνος ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, με ειδίκευση στο ρύζι.
«Τα πλεονεκτήματά του έχουν να κάνουν με το ευρύ φάσμα δράσης στα κυριότερα αγροστώδη ζιζάνια όπως το κόκκινο ρύζι, την καλύτερη διαχείριση της καλλιέργειας, τη μεγαλύτερη ευελιξία στην αμειψισπορά και καθιστούν δυνατή την εναλλαγή των μεθόδων καταπολέμησης των ζιζανίων. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας το ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής provisia και Clearfield, πετυχαίνουμε βιώσιμη καλλιέργεια του ρυζιού». επισήμανε ο κ. Κουκίδης.
Έσπευσε, πάντως, να ξεκαθαρίσει πως η οδηγία όσον αφορά στη χρήση της τεχνολογίας provisia στον κύκλο αμειψισποράς με Clearfield, είναι ότι μπορεί να μπει το πολύ δύο χρόνια συνεχόμενα, ενώ εάν ο αγρότης επιλέξει να επιμηκύνει αυτό το χρονικό διάστημα, τότε αυξάνει το ρίσκο ανάπτυξης ανθεκτικότητας. «Με την τεχνολογία Clearfield και τη χρήση του beyond plus, ουσιαστικά εξουδετερώνουμε τα φυτά εθελοντές του provisia που μπορεί να μας φέρουν ανθεκτικότητα. Οπότε επιβάλλεται να χρησιμοποιήσουμε σε εναλλαγή τις δύο τεχνολογίες στη διαχείριση του κόκκινου ρυζιού», είπε χαρακτηριστικά.
Και βιοδιεγέρτες για την έμμεση αντιμετώπιση των ζιζανίων
Στις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει η Corteva Agriscience, για να διαφυλάξει τα προϊόντα της σε επίπεδο διαχείριση της ανθεκτικότητας, αλλά και για την προστασία της αποτελεσματικότητάς του, εστίασε ο Χρήστος Δημητρίου, category marketing manager για ζιζανιοκτόνα και βιοδιεγέρτες σε Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ, της Corteva Agriscience.
«Βασικό στοιχείο είναι η τήρηση ετικέτας, αλλά και ειδικά μέτρα που παίρνουμε μέσω εκπαιδεύσεων των παραγωγών έτσι ώστε να έχουμε αυτό το αποτέλεσμα», τόνισε ο κ. Δημητρίου και παραδέχθηκε πως οι εταιρείες επενδύουν στην έρευνα για την ανάπτυξη νέων «όπλων» για την καταπολέμηση των ζιζανίων, στο βαθμό που τους επιτρέπεται γιατί υπάρχει το νομικό πλαίσιο που είναι ακριβό. «Προϋποθέτει μελέτες που είναι πολύ περισσότερες από ό,τι στο παρελθόν, κοστίζουν και άρα μεταφράζεται σε ένα υψηλό κόστος το οποίο σε ένα βαθμό είναι και αποτρεπτικό. Ωστόσο ως Corteva ειδικά η καλλιέργεια του ρυζιού, των σιτηρών και του καλαμποκιού αποτελούν βασική προτεραιότητα και πέρα από τα χημικά εργαλεία που κάθε χρόνο μειώνονται, κοιτάμε και το κομμάτι του φυτού. Δηλαδή να αυξηθεί η αντοχή του φυτού με άλλα μέσα, όπως τους βιοδιεγέρτες, προκειμένου να μπορέσει να γίνει πιο ανταγωνιστικό απέναντι στα ζιζάνια ώστε το όφελος του παραγωγού να είναι τα κιλά που θα κερδίσει στο τέλος».