Τα παραπάνω στοιχεία συγκεντρώνει και αναδεικνύει σχετική έκθεση της Κομισιόν, στην οποία υποστηρίζεται πως κινητήριος δύναμη της αύξησης αυτής είναι οι σχετικά υψηλές τιμές των βιολογικών προϊόντων, που συγκριτικά με τα αντίστοιχα προϊόντα συμβατικής καλλιέργειας, βρίσκονται έως και 150% πάνω.
Ωστόσο, η Κομισιόν υπογραμμίζει πως οι αποδόσεις των βιολογικών αγροκτημάτων κυμαίνονται ανάμεσα στο 40% με 85% των συμβατικών, ενώ συμπληρώνει πως αυτή η αναλογία δεν είναι συνεπής, αφού στην παραγωγή βιολογικού γάλακτος παραδείγματος χάριν οι αποδόσεις βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές της συμβατικής κτηνοτροφίας. Για τον λόγο αυτό, η έκθεση τονίζει την ανάγκη επένδυσης στην έρευνα και την καινοτομία, προκειμένου να σημειωθεί ένας σημαντικός θετικός αντίκτυπος στον τομέα των βιολογικών.
Συνολικά μέχρι το 2016, υπήρχαν περίπου 250.000 βιολογικά αγροκτήματα στην ΕΕ, ενώ από το 2010 μέχρι το 2017 παρουσιάστηκαν 14.000 νέες καταχωρήσεις στον τομέα. Παράλληλα 10.000 περίπου εκμεταλλεύσεις επέστρεψαν στην συμβατική καλλιέργεια, εξαιτίας, όπως σημειώνει η έκθεση, των χαμηλών αποδόσεων ή των κακών χρονιών λόγω δυσμενών καιρικών φαινομένων.
Ταυτόχρονα οι εισαγωγές βιολογικών προϊόντων βαίνουν αυξανόμενες, με 3,4 εκατ. τόνους να φτάνουν στις ευρωπαϊκές αγορές μέσα στο 2018. Ο μεγαλύτερος προμηθευτής είναι η Κίνα, η οποία με ένα τονάζ 415.000 τόνων, διατηρεί το 12,7% της συνολικής αγοράς. Ωστόσο χώρες όπως το Εκουαδόρ, η Δομινικανή Δημοκρατία, η Ουκρανία και η Τουρκία, διατηρούν σημαντικά μερίδια στην αγορά της Ευρώπης, με τα βασικά εισαγόμενα προϊόντα να αφορούν τροπικά φρούτα, ξηρούς καρπούς και δημητριακά.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αγορά βιολογικών προϊόντων στην ΕΕ βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στις εισαγωγές, και αυτό αποδίδεται κυρίως σε κενά στην ενδοκοινοτική αγορά, αλλά και στην αδυναμία λόγω εδάφους και κλίματος να παραχθούν εντός της ΕΕ. Μάλιστα υπογραμμίζεται πως τα κενά αυτά θα είναι δύσκολο να καλυφθούν, αφού η περίοδος εναλλαγής από συμβατική σε βιολογική καλλιέργεια διάρκειας τριών ετών, εμποδίζει την άμεση αύξηση της παραγωγής ώστε αυτή να μπορέσει να συμβαδίσει με την ζήτηση.
Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ευρωπαϊκή αγορά βιολογικών προϊόντων, αν και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως, δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμη και κατά συνέπεια υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης τόσο στο κομμάτι των εισαγωγών, όσο κυρίως στο κομμάτι της ενδοκοινοτικής παραγωγής.