Να στηριχθεί με επενδύσεις πρωτογενής-δευτερογενής για να μη χαθεί το πλεονέκτημα του εξαγωγικού εμπορίου λέει το ΚΕΠΕ
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠΕ, οι αντίστοιχες εισαγωγές αυξήθηκαν κατά μόλις 1,8%, φθάνοντας επίσης στο ιστορικό υψηλό των 10,39 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα την επιστροφή στο πλεονασματικό ισοζύγιο της τάξεως των 460 εκατομμυρίων ευρώ. Έτσι το 2023 είναι η τρίτη εντός τετραετίας χρονιά που το εξωτερικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων παρουσιάζει πλεόνασμα.
Θα βρείτε την ανάλυση του ΚΕΠΕ διαθέσιμη εδώ.
Πολύ θετική εξέλιξη για τον πρωτογενή τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων είναι το γεγονός ότι σε μία χρονιά κατά την οποία τα υπόλοιπα προϊόντα σημείωσαν έστω και ελαφρά μείωση των εξαγωγών, τα αγροδιατροφικά συνεχίζουν την αυξητική δυναμική στις εξαγωγές, και μάλιστα καθίστανται πάλι πλεονασματικά. Αυτό δείχνει την ιδιαίτερη προσοχή που πρέπει να έχει ο κλάδος, έτσι ώστε να συνεχίσουν να είναι πλεονασματικά και να διευρύνουν το πλεόνασμα αυτό σύμφωνα με τις δυνατότητες του πρωτογενή τομέα και της βιομηχανίας τροφίμων. Σε προηγούμενη Ανάλυση Επικαιρότητας (ΚΕΠΕ, 2022), είχε αναδειχθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά το αγροδιατροφικό εμπορικό ισοζύγιο κατέστη πλεονασματικό μετά από 36 χρόνια. Τότε η ανάλυση έθετε το ερώτημα κατά πόσο το πλεόνασμα αυτό μπορεί να είναι βιώσιμο ή είναι αποτέλεσμα συγκυριών (μείωση εισαγωγών λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού). Το ανωτέρω ερώτημα παραμένει δύσκολο και η απάντησή του εξαρτάται από τα βήματα που θα κάνει ο κλάδος για να εκμεταλλευθεί όχι μόνο τα ποικίλα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, αλλά κυρίως να επιλύσει χρόνιες παθογένειες της μεταποιητικής αλυσίδας. Οι παθογένειες αυτές (κυρίως η έλλειψη συνεργασίας και συντονισμού εμπλεκομένων, αλλά και η έλλειψη υποδομών και κατάλληλων κινήτρων για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας) υποσκάπτουν τη δυνατότητα του κλάδου να καταστεί βιώσιμα πλεονασματικός.
Με βάση την παρούσα ανάλυση του ΚΕΠΕ, οι εξαγωγές των υπολοίπων αγαθών, δηλαδή πλην πετρελαιοειδών και αγροδιατροφικών, παρουσίασαν μείωση 4,2%. Οι αντίστοιχες εισαγωγές σημείωσαν μικρή μείωση 1,6%. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε σε ελαφρά διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 1%. «Δεν είναι όμως το βασικό πρόβλημα η μικρή διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορίου των υπολοίπων αγαθών (βιομηχανικών) αλλά η σημαντική επιβράδυνση των εξαγωγών», επισημαίνεται στην ανάλυση του ΚΕΠΕ.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στις κατά κεφαλήν εξαγωγές μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών με παρόμοιο ή και μικρότερο πληθυσμό από εμάς (π.χ. Πορτογαλία, Σουηδία, Τσεχία, Ισραήλ, Αυστρία, Ελβετία, Ουγγαρία) (Παγκόσμια Τράπεζα, 2022). Επίσης, χώρες που πέρασαν παρόμοια οικονομική κρίση με την Ελλάδα, (π.χ. Πορτογαλία) έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το έχει πράξει η ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, οι εξαγωγές αγροδιατροφικών το διάστημα 2008-2022 αυξάνουν ταχύτερα (6,7%) από αυτές των υπολοίπων αγαθών (5,6%). Λόγω της οικονομικής κρίσης είναι σαφές ότι οι εισαγωγές, ιδιαίτερα βιομηχανικών προϊόντων, σημείωσαν σημαντική μείωση την περίοδο 2009-2015 με αποτέλεσμα την εμφανή μείωση του ελλείμματος. Γι’ αυτό δεν έχει και νόημα η παρουσίαση στον Πίνακα 1 του μέσου ρυθμού μεταβολής του ελλείμματος για το διάστημα 2008-2022, αφού μέχρι το 2015 αυτό παρουσιάζει δραματική μείωση, ενώ από το 2015 και μετά αλματώδη αύξηση.
Εξέλιξη εισαγωγών, εξαγωγών και ισοζυγίου αγροδιατροφικών προϊόντων
Πολύ θετική εξέλιξη για τον πρωτογενή τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση του ΚΕΠΕ, είναι το γεγονός ότι σε μία χρονιά κατά την οποία τα υπόλοιπα προϊόντα σημείωσαν έστω και ελαφρά μείωση των εξαγωγών, τα αγροδιατροφικά συνεχίζουν την αυξητική δυναμική στις εξαγωγές, και μάλιστα καθίστανται πάλι πλεονασματικά. Αυτό δείχνει την ιδιαίτερη προσοχή που πρέπει να έχει ο κλάδος, έτσι ώστε να συνεχίσουν να είναι πλεονασματικά και να διευρύνουν το πλεόνασμα αυτό σύμφωνα με τις δυνατότητες του πρωτογενή τομέα και της βιομηχανίας τροφίμων.
Η κυριαρχία της ομάδας των οπωροκηπευτικών είναι εμφανής, με αυξανόμενο πλεόνασμα το οποίο το 2023 φθάνει τα 2 δισ. ευρώ. Τα έλαια (κυρίως ελαιόλαδο) ακολουθούν με σχεδόν διπλασιασμό του πλεονάσματος το 2023 σε σχέση με το 2022, το οποίο όμως οφείλεται κυρίως στον συγκυριακό παράγοντα της μεγάλης αύξησης της τιμής του ελαιολάδου λόγω χαμηλής παγκόσμιας παραγωγής. Ο καπνός, το βαμβάκι, τα αλιεύματα και τα γαλακτοκομικά συμπληρώνουν τη (μικρή) ομάδα προϊόντων τα οποία προσφέρουν πλεόνασμα στο εξωτερικό εμπόριο. Στα θετικά αξίζει να τονιστεί η συνεχόμενη και δυναμική αύξηση των εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων τα οποία, παραδοσιακά ελλειμματικά προϊόντα, κατέστησαν πλεονασματικά.
Εστιάζοντας τώρα στα προϊόντα με ελλειμματικό ισοζύγιο, είναι εμφανές ότι αυτά, εκτός του ότι είναι περισσότερα σε αριθμό κατηγοριών, σημειώνουν και σταθερή (τα περισσότερα) αύξηση του ελλείμματος. Ειδική αναφορά φυσικά πρέπει να γίνει για τα προϊόντα κρέατος, τα οποία σημείωσαν νέα αύξηση στην αξία εισαγωγών τους κατά 11% (το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οφείλεται στην αύξηση των τιμών) και κατά 14% στο έλλειμμά τους, το οποίο από 1,34 δισ. ευρώ το 2022 ανέβηκε στο 1,53 δισ. ευρώ το 2023. Εάν δε προστεθεί σε αυτά και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ζωοτροφών (περίπου 0,6 δισ. ευρώ), τότε «μιλάμε για μια επιβάρυνση στο εμπορικό ισοζύγιο αγροδιατροφικών προϊόντων ελλείμματος άνω των 2 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν ίσο με το πλεόνασμα από τα οπωροκηπευτικά, την ατμομηχανή, θα μπορούσε να λεχθεί, του ελληνικού αγροτικού τομέα».
Το ελαιόλαδο
Η αύξηση του πλεονάσματος του ελαιολάδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επανεμφάνιση πλεονάσματος στο συνολικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων. Η δε αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται κατά το ήμισυ στην άνοδο των τιμών του ελαιολάδου και κατά το υπόλοιπο ήμισυ στην αύξηση της εξαγόμενης ποσότητας. Η άνοδος γενικά των τιμών των εξαγόμενων ποσοτήτων δεν είναι κάτι το αρνητικό. Αντίθετα, η άνοδος αυτή επιδιώκεται από τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς. Αυτό που δεν κρίνεται όμως θετικό είναι η συγκυριακή άνοδος της τιμής η οποία εξαρτάται από γεωπολιτικούς παράγοντες –πέραν δηλαδή του ελέγχου την εντόπιας παραγωγικής αλυσίδας– και η οποία μπορεί να εξανεμιστεί το επόμενο έτος.
Η αύξηση τιμής, που κρίνεται θετικά, είναι βιώσιμη και μπορεί να οδηγήσει σε συστηματική αύξηση της αξίας των εξαγωγών, είναι αυτή που βασίζεται σε βελτιώσεις της μεταποιητικής αλυσίδας, αυτή η οποία είναι αποτέλεσμα αύξησης της προστιθέμενης αξίας του προϊόντος και η οποία αντανακλά αύξηση της ποιότητας των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών μέσω σειράς ενεργειών που βελτιώνουν την τυποποίηση, την εμφιάλωση, και γενικά την όλη αλυσίδα παραγωγής του ελαιολάδου. Αυτή η αξία χάνεται, όταν το προϊόν εξάγεται χύδην ως πρώτη ύλη.
Το βαμβάκι
Παρόμοια είναι η κατάσταση με το βαμβάκι το οποίο, ενώ σαν πρώτη ύλη έχει δυνατότητα να επιτύχει υψηλές τιμές στην παγκόσμια αγορά, η αξία αυτή χάνεται λόγω σοβαρών ελλείψεων στη διαχείρισή του (τυποποίηση-ταξινόμηση) από την έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων (παραγωγοί, εκκοκκιστές, κλπ.). Τα αλιεύματα (κυρίως προϊόντα υδατοκαλλιέργειας) επίσης έχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, δεδομένης της μεγάλης ακτογραμμής της Ελλάδας και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών (πολλοί ορμίσκοι προστατευόμενοι από τους ανέμους).
Ο κτηνοτροφικός κλάδος
Ο κτηνοτροφικός κλάδος κρεοπαραγωγού κατεύθυνσης, παραμένει ο ασθενής της ελληνικής γεωργίας, ο οποίος συμμετέχει στη διαμόρφωση ελλείμματος ύψους άνω του 1,5 δισ. ευρώ (2 δισ. ευρώ, εάν συμπεριληφθεί και το έλλειμμα από το εμπόριο ζωοτροφών), μπορεί με τις κατάλληλες πολιτικές να αυξήσει την παραγωγή για εγχώρια κατανάλωση και άρα την υποκατάσταση των εισαγωγών, ή για υψηλής ποιότητας προϊόντα εξαγωγικού προσανατολισμού. Για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο το πλεόνασμα στο αγροδιατροφικό εμπορικό ισοζύγιο και να μην εξαρτάται από τις συγκυρίες καλής παραγωγής κάποιων προϊόντων είτε της πρόσκαιρης ανόδου των τιμών τους, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η παραγωγή της κρεοπαραγωγού κτηνοτροφίας.
Συμπεράσματα
Καθίσταται σαφές ότι η αύξηση του πλεονάσματος του ελαιολάδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επανεμφάνιση πλεονάσματος στο συνολικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων. Η δε αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται κατά το ήμισυ στην άνοδο των τιμών του ελαιολάδου και κατά το υπόλοιπο ήμισυ στην αύξηση της εξαγόμενης ποσότητας. Η άνοδος γενικά των τιμών των εξαγόμενων ποσοτήτων δεν είναι κάτι το αρνητικό. Αντίθετα, η άνοδος αυτή επιδιώκεται από τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς. Αυτό που δεν κρίνεται όμως θετικό είναι η συγκυριακή άνοδος της τιμής η οποία εξαρτάται από γεωπολιτικούς παράγοντες –πέραν δηλαδή του ελέγχου την εντόπιας παραγωγικής αλυσίδας– και η οποία μπορεί να εξανεμιστεί το επόμενο έτος. Η αύξηση τιμής, που κρίνεται θετικά, είναι βιώσιμη και μπορεί να οδηγήσει σε συστηματική αύξηση της αξίας των εξαγωγών, είναι αυτή που βασίζεται σε βελτιώσεις της μεταποιητικής αλυσίδας, αυτή η οποία είναι αποτέλεσμα αύξησης της προστιθέμενης αξίας του προϊόντος και η οποία αντανακλά αύξηση της ποιότητας των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών μέσω σειράς ενεργειών που βελτιώνουν την τυποποίηση, την εμφιάλωση, και γενικά την όλη αλυσίδα παραγωγής του ελαιολάδου. Αυτή η αξία χάνεται, όταν το προϊόν εξάγεται χύδην ως πρώτη ύλη. Παρόμοια είναι η κατάσταση με το βαμβάκι το οποίο, ενώ σαν πρώτη ύλη έχει δυνατότητα να επιτύχει υψηλές τιμές στην παγκόσμια αγορά, η αξία αυτή χάνεται λόγω σοβαρών ελλείψεων στη διαχείρισή του (τυποποίηση-ταξινόμηση) από την έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων (παραγωγοί, εκκοκκιστές, κλπ.). Τα αλιεύματα (κυρίως προϊόντα υδατοκαλλιέργειας) επίσης έχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, δεδομένης της μεγάλης ακτογραμμής της Ελλάδας και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών (πολλοί ορμίσκοι προστατευόμενοι από τους ανέμους).
Ο κτηνοτροφικός κλάδος κρεοπαραγωγού κατεύθυνσης, παραμένει ο ασθενής της ελληνικής γεωργίας, ο οποίος συμμετέχει στη διαμόρφωση ελλείμματος ύψους άνω του €1,5 δις (€2 δις, εάν συμπεριληφθεί και το έλλειμμα από το εμπόριο ζωοτροφών), μπορεί με τις κατάλληλες πολιτικές να αυξήσει την παραγωγή για εγχώρια κατανάλωση και άρα την υποκατάσταση των εισαγωγών, ή για υψηλής ποιότητας προϊόντα εξαγωγικού προσανατολισμού. Για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο το πλεόνασμα στο αγροδιατροφικό εμπορικό ισοζύγιο και να μην εξαρτάται από τις συγκυρίες καλής παραγωγής κάποιων προϊόντων είτε της πρόσκαιρης ανόδου των τιμών τους, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η παραγωγή της κρεοπαραγωγού κτηνοτροφίας. Κλείνοντας, αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά στο δεύτερο σημείο αυτής της Ανάλυσης το οποίο αφορά στο εξωτερικό εμπόριο γενικά και όχι μόνο των αγροδιατροφικών προϊόντων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος, η εξέλιξη των συνολικών εξαγωγών πλην πετρελαιοειδών και αγροδιατροφικών δεν έχει τη δυναμική που άλλες χώρες με παρόμοια κρίση (Πορτογαλία) έχουν. Αυτό υποδηλώνει ότι το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας μετά την κρίση, που τόσο έχει συζητηθεί η αλλαγή του, παραμένει σχετικά αμετάβλητο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αποτελούν πηγή παραγωγικών επιχειρήσεων, έχουν μεν σημειώσει άνοδο, αλλά παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και την εξαγωγή αγαθών (Enterprise Greece, 2024). Εκτός αυτού, σημαντικό μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται σε μη αυστηρά παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά ακινήτων ή τουριστικές επιχειρήσεις. Εκεί που χρειάζεται η ελληνική οικονομία ΑΞΕ είναι ο πρωτογενής και, ιδιαίτερα, ο δευτερογενής (βιομηχανία) τομέας, ο οποίος και παραμένει ο μεγάλος ασθενής της ελληνικής οικονομίας.