Η «συνταγή» σύµφωνα µε νέα έκθεση της Παγκόσµιας Τράπεζας για έναν βιώσιµο πλανήτη περιγράφει τις ενέργειες που µπορεί να κάνει κάθε χώρα για την επίτευξη καθαρών µηδενικών εκποµπών στο σύστηµα γεωργικών προϊόντων διατροφής. Αυτές θα κάνουν τις προµήθειες τροφίµων πιο ασφαλείς, θα βοηθήσουν το αγροδιατροφικό σύστηµα να αντέξει καλύτερα στην κλιµατική αλλαγή και θα προστατεύσουν τα ευάλωτα άτοµα κατά τη διάρκεια αυτής της µετάβασης.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι απολαβές για επενδύσεις στη µείωση των εκποµπών γεωργικών προϊόντων διατροφής είναι πολύ µεγαλύτερες από το κόστος. Οι ετήσιες επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν στα 260 δισ. δολάρια ετησίως για να µειωθούν στο µισό οι εκποµπές γεωργικών προϊόντων διατροφής έως το 2030 και να φτάσουν οι καθαρές µηδενικές εκποµπές έως το 2050. ∆ιπλάσια χρήµατα δαπανώνται ετησίως σε γεωργικές επιδοτήσεις, πολλές από τις οποίες βλάπτουν το περιβάλλον. Ενώ η περικοπή των σπάταλων επιδοτήσεων µπορεί να χρηµατοδοτήσει µέρος αυτής της επένδυσης, η πρόσθετη χρηµατοδότηση είναι απαραίτητη για να φτάσουµε στο καθαρό µηδέν.
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το φύλλο 966 της Agrenda
Οφέλη πάνω από 4 τρις δολάρια
Η πραγµατοποίηση αυτών των επενδύσεων θα οδηγήσει σε περισσότερα από 4 τρις δολάρια σε οφέλη, από βελτιώσεις στην ανθρώπινη υγεία, ασφάλεια τροφίµων και διατροφής, καλύτερης ποιότητας θέσεις εργασίας και κέρδη για τους αγρότες, έως περισσότερο άνθρακα που κατακρατείται στα δάση και τα εδάφη.
«Αν και το φαγητό στο τραπέζι σας µπορεί να έχει καλή γεύση, είναι επίσης ένα µεγάλο κοµµάτι της πίτας για τις εκποµπές της κλιµατικής αλλαγής», δήλωσε ο Axel van Trotsenburg, Ανώτερος ∆ιευθύνων Σύµβουλος της Παγκόσµιας Τράπεζας. «Τα καλά νέα είναι ότι το παγκόσµιο σύστηµα τροφίµων µπορεί να θεραπεύσει τον πλανήτη κάνοντας τα εδάφη, τα οικοσυστήµατα και τους ανθρώπους πιο υγιή, διατηρώντας παράλληλα τον άνθρακα στο έδαφος. Αυτό είναι εφικτό στη διάρκεια της ζωής µας, αλλά οι χώρες πρέπει να δράσουν τώρα: η αλλαγή του τρόπου µε τον οποίο οι χώρες µεσαίου εισοδήµατος χρησιµοποιούν τη γη, όπως τα δάση και τα οικοσυστήµατα, για την παραγωγή τροφίµων, µπορεί να µειώσει τις εκποµπές γεωργικών προϊόντων διατροφής κατά ένα τρίτο έως το 2030», λέει η έκθεση.
Το «µενού» των λύσεων
Αναγνωρίζοντας ότι οι χώρες θα επιτύχουν τους κλιµατικούς στόχους τους µε διαφορετικούς τρόπους, η έκθεση προσδιορίζει ένα µενού λύσεων:
- Οι χώρες υψηλού εισοδήµατος µπορούν να πρωτοστατήσουν, παρέχοντας περισσότερη υποστήριξη σε χώρες χαµηλού και µεσαίου εισοδήµατος, ώστε να µπορούν να υιοθετήσουν µεθόδους και τεχνολογίες καλλιέργειας χαµηλών εκποµπών, συµπεριλαµβανοµένης της τεχνικής βοήθειας για προγράµµατα διατήρησης των δασών που δηµιουργούν πιστώσεις άνθρακα.
- Οι χώρες υψηλού εισοδήµατος µπορούν επίσης να µετατοπίσουν τις επιδοτήσεις µακριά από πηγές τροφίµων µε υψηλές εκποµπές, όπως τα ζωϊκής προέλευσης. Αυτό θα αποκάλυπτε την πλήρη τιµή τους και θα βοηθούσε να γίνουν οι επιλογές τροφίµων χαµηλών εκποµπών, φθηνότερες και πιο ανταγωνιστικές.
- Οι χώρες µεσαίου εισοδήµατος έχουν να διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο περιορίζοντας έως και τα τρία τέταρτα των παγκόσµιων εκποµπών αγροδιατροφικών προϊόντων µέσω πιο πράσινων πρακτικών, όπως: η µείωση των εκποµπών από τα ζώα και το ρύζι, η επένδυση σε υγιή εδάφη και η µείωση της απώλειας και της σπατάλης τροφίµων αλλά και η χρήση γης πιο αποδοτικά. Το ένα τρίτο των ευκαιριών στον κόσµο για τη µείωση των εκποµπών αγροδιατροφικών προϊόντων σχετίζεται µε τη βιώσιµη χρήση γης σε χώρες µεσαίου εισοδήµατος.
- Οι χώρες χαµηλού εισοδήµατος µπορούν να χαράξουν έναν διαφορετικό δρόµο προς τα εµπρός, ήτοι προς την πράσινη ανάπτυξη, αποφεύγοντας τα λάθη που κάνουν οι πλουσιότερες χώρες. Η διατήρηση και η αποκατάσταση των δασών θα προωθούσε τη βιώσιµη οικονοµική ανάπτυξη σε χώρες χαµηλού εισοδήµατος, δεδοµένου ότι περισσότερες από τις µισές εκποµπές αγροδιατροφικών προϊόντων προέρχονται από τη µετατροπή των δασών σε καλλιέργειες ή βοσκότοπους. Η διατήρηση και η αποκατάσταση των δασών µπορεί να είναι ένας οικονοµικά αποδοτικός τρόπος για τη µείωση των εκποµπών και την προώθηση της βιώσιµης οικονοµικής ανάπτυξης.
- Πρέπει να αναληφθεί δράση σε όλες τις χώρες για να φτάσουµε στο καθαρό µηδέν, µέσω µιας συνολικής προσέγγισης για τη µείωση των εκποµπών στα συστήµατα τροφίµων, συµπεριλαµβανοµένων των λιπασµάτων και της ενέργειας, των καλλιεργειών και της κτηνοτροφικής παραγωγής και της συσκευασίας και της διανοµής σε όλη την αλυσίδα αξίας από το αγρόκτηµα στο τραπέζι.
Yποχρηµατοδούνται επενδύσεις για τη γεωργία χαµηλών ρύπων
Το έγγραφο της Παγκόσµιας Τράπεζας έρχεται σε µια διπλωµατικά στρατηγική στιγµή, καθώς οι χώρες που υπέγραψαν τη Συµφωνία του Παρισιού - το παγκόσµιο σύµφωνο που καλεί τον περιορισµό της υπερθέρµανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθµούς Κελσίου - προετοιµάζονται να επικαιροποιήσουν τα κλιµατικά τους σχέδια µέχρι τα τέλη του 2025.
Έτσι καθώς ο κόσµος χρειάζεται να επιταχύνει τις µειώσεις των εκποµπών του για να διατηρήσει ζωντανούς τους στόχους της συµφωνίας του Παρισιού, η Παγκόσµια Τράπεζα θέλει οι ηγέτες να δώσουν µεγαλύτερη προσοχή στη γεωργία και τη βιοµηχανία τροφίµων, τοµείς που θεωρείται ότι εδώ και καιρό παραµελούνται και υποχρηµατοδοτούνται. Οι αποδόσεις για την επένδυση στη µείωση των εκποµπών αγροδιατροφικών εκποµπών εκτιµάται ότι είναι πολύ µεγαλύτερες από το κόστος. Οι ετήσιες επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν κατά 18 φορές, ήτοι σε 260 δισ. δολάρια ετησίως για να µειωθούν κατά το ήµισυ οι τρέχουσες εκποµπές αγροδιατροφών έως το 2030 και να τεθεί ο κόσµος σε τροχιά για καθαρές µηδενικές εκποµπές έως το 2050.
Τιµές τροφίµων µε πλανητικό πρόσηµο πιο ανταγωνιστικές
Οι κυβερνήσεις µπορούν να καλύψουν εν µέρει το χάσµα µε τον επαναπροσανατολισµό των επιδοτήσεων για το κόκκινο κρέας και τα γαλακτοκοµικά προϊόντα προς εναλλακτικές λύσεις µε χαµηλότερες εκποµπές άνθρακα, λέει η Παγκόσµια Τράπεζα. Η αλλαγή είναι ένας από τους πιο οικονοµικούς τρόπους για τις πλούσιες χώρες -που εκτιµάται ότι παράγουν περίπου το 20% των παγκόσµιων εκποµπών αγροδιατροφικών προϊόντων- για τη µείωση της ζήτησης για εξαιρετικά ρυπογόνα τρόφιµα, υποστηρίζει.
Το αποτέλεσµα, προσθέτει, θα περιορίσει τον αντίκτυπο του κλίµατος στο κόστος τροφίµων. «Η πλήρης τιµολόγηση των τροφίµων ζωικής προέλευσης αν αντικατοπτρίζει το πραγµατικό πλανητικό κόστος θα κάνει τις επιλογές τροφίµων χαµηλών εκποµπών, πιο ανταγωνιστικές», αναφέρει η έκθεση, τονίζοντας ότι η στροφή σε φυτικές δίαιτες θα µπορούσε να εξοικονοµήσει διπλάσια αέρια που θερµαίνουν τον πλανήτη από άλλες µεθόδους. Η παραγωγή κρέατος και γαλακτοκοµικών προϊόντων αποτελεί σχεδόν το 60% των εκποµπών αγροδιατροφικών εκποµπών.
Σύµφωνα µε τον Julian Lampietti, διευθυντή της Παγκόσµιας Τράπεζας στον τοµέα της γεωργίας και των τροφίµων καλό είναι να µην εστιάσουµε υπερβολικά σε «τι δεν πρέπει να κάνουµε», ενθαρρύνοντας περισσότερη προσοχή «σε αυτό που πρέπει να κάνουµε». Το φαγητό είναι µια «έντονα προσωπική επιλογή», πρόσθεσε, λέγοντας ότι φοβάται ότι αυτό που θα έπρεπε να είναι µια συζήτηση βασισµένη σε δεδοµένα µπορεί να µετατραπεί σε µια µάχη πολιτισµού. «Η µεγάλη ανησυχία εδώ είναι ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να το χρησιµοποιούν ως πολιτικό ποδόσφαιρο», σηµείωσε.