Συγκεκριμένα, ζητά να παρέχονται διαφανείς πληροφορίες στους καταναλωτές της Ευρώπης σχετικά με τα τρόφιμα, που αγοράζουν και να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες τους όσον αφορά τα πρότυπα υψηλής ποιότητας και βιωσιμότητας και επίσης να αναφέρεται σαφώς και ρητώς η καταγωγή όλων των προϊόντων, που εισέρχονται στην κοινή αγορά, και τα προϊόντα αυτά να πληρούν τα περιβαλλοντικά, υγειονομικά και εργασιακά πρότυπα, που ισχύουν στην εσωτερική αγορά, ώστε να προστατεύεται τόσο η υγεία των καταναλωτών όσο και ο πλανήτης.
Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών προτείνει την αναθεώρηση του τελευταίου κριτηρίου για τη μεταποίηση που προβλέπει ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας [άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013], καθώς και του ορισμού του τόπου προέλευσης στον κανονισμό σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές [άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011]. Σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 (ενωσιακός τελωνειακός κώδικας), «τα εμπορεύματα στην παραγωγή των οποίων συμμετέχουν μία ή περισσότερες χώρες ή εδάφη θεωρούνται ως καταγόμενα από τη χώρα ή το έδαφος στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία, ουσιαστική, οικονομικά δικαιολογημένη μεταποίηση ή επεξεργασία». Αυτό σημαίνει ότι η «καταγωγή» ενός προϊόντος, όπως αναγράφεται στην ετικέτα, είναι συνήθως η χώρα στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση μεταποίησης, εκτός εάν υπάρχει ρητή υποχρέωση αναγραφής της προέλευσης του γεωργικού προϊόντος, που χρησιμοποιείται στη μεταποίηση όπως συμβαίνει, στην περίπτωση της Ιταλίας, για το γάλα, το τυρί, τα ζυμαρικά, το ρύζι, τις μεταποιημένες ντομάτες και το μεταποιημένο χοιρινό κρέας, και ισχύει για τις εγκαταστάσεις που λειτουργούν εντός των εθνικών συνόρων της Ιταλίας. Η ασάφεια καθίσταται σαφής εάν ληφθεί υπόψη ο ορισμός του «τόπου προέλευσης» [άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011]: «οποιοσδήποτε τόπος από τον οποίο αναγράφεται ότι προέρχεται ένα τρόφιμο και ο οποίος δεν είναι η «χώρα καταγωγής» όπως ορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 26 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92» (που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013). Οι ασαφείς και ίσως σκόπιμα διφορούμενες ενδείξεις προέλευσης παρέχουν ευκαιρίες για φαινόμενα όπως η παραπλανητική γεωγραφική ταυτότητα, η ψευδής ταυτότητα των προϊόντων και η παραπλανητική παρουσίαση προϊόντων, ενώ διευκολύνουν επίσης την παραποίηση/απομίμηση.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθίσταται σαφές, με διαφάνεια και χωρίς αμφισημία, ότι η καταγωγή ενός τροφίμου αντιστοιχεί στη χώρα προέλευσης του γεωργικού προϊόντος (όπου καλλιεργήθηκε, εκτράφηκε ή αλιεύθηκε) και στον τόπο όπου μεταποιήθηκε, πρέπει δε να αναγράφονται και οι δύο αυτές πληροφορίες (εάν διαφέρουν) στην ετικέτα ή σε άλλα μέσα πληροφόρησης των καταναλωτών.
Επίσης, η ζητά τη συμμόρφωση με την αρχή της αμοιβαιότητας, ώστε να απαγορευτούν οι εισαγωγές τροφίμων, που έχουν υποστεί επεξεργασία με χρήση ουσιών και μεθόδων που απαγορεύονται στην Ευρώπη (άρθρο 168 παράγραφοι 1 και 5, άρθρο 169 παράγραφος 1, άρθρο 114 παράγραφος 3 και άρθρα 216-219 ΣΛΕΕ).
Σύμφωνα με τα άρθρα 168, 169 και 114 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η δράση της Ένωσης, η οποία συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές, περιλαμβάνει την επαγρύπνηση κατά σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας, την κήρυξη συναγερμού σε παρόμοιες περιπτώσεις και την καταπολέμησή τους. Για να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία και η προστασία των καταναλωτών είναι αναγκαίο να εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαιότητας στις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες, να διασφαλίζεται ότι όλα τα προϊόντα που εισέρχονται στην Ένωση πληρούν τα περιβαλλοντικά, υγειονομικά και εργασιακά πρότυπα που ισχύουν στην εσωτερική αγορά και να απαγορευτούν οι εισαγωγές τροφίμων που έχουν υποστεί επεξεργασία με χρήση ουσιών και μεθόδων που απαγορεύονται στην Ευρώπη. Η απαγόρευση αυτή πρέπει επίσης να επιβεβαιώνεται στις διεθνείς συμφωνίες της ΕΕ που συνάπτονται δυνάμει των άρθρων 216-219 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που θίγει η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών είναι η εντατικοποίηση των συνοριακών ελέγχων στα τρόφιμα, που εισέρχονται στα ευρωπαϊκά και εθνικά σύνορα ώστε να σταματήσουν οι απάτες τροφίμων οι οποίες βλάπτουν τους γεωργούς και τους καταναλωτές (άρθρο 43 επ. του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625).
Με μια αγορά περίπου μισού δισεκατομμυρίου χρηστών-καταναλωτών, η ΕΕ είναι μία από τις μεγαλύτερες ζώνες ελεύθερων συναλλαγών στον κόσμο. Οι τακτικοί επίσημοι έλεγχοι σε φορτία αγαθών, που δεν υπόκεινται σε ενισχυμένα μέτρα οργανώνονται βάσει εκτίμησης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 43 επ. του κανονισμού (ΕΕ) 2017/625. Για να περιοριστούν οι απάτες με τρόφιμα, οι οποίες βλάπτουν τους γεωργούς και τους καταναλωτές, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η συχνότητα και η διεξοδικότητα των ελέγχων στις εισαγωγές τροφίμων και ζωοτροφών. Οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να είναι αποτελεσματικοί όσον αφορά την πρόληψη των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα των εμπορικών συναλλαγών.
Τέλος, ζητά την επέκταση της απαίτησης αναγραφής της καταγωγής σε όλα τα τρόφιμα «για την πρόληψη της απάτης, την προστασία της δημόσιας υγείας και τη διασφάλιση του δικαιώματος ενημέρωσης των καταναλωτών». Η αναφορά στη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης πρέπει να αναγράφεται ώστε να αποφεύγεται η περαιτέρω σύγχυση των καταναλωτών με τη χρήση γενικών γεωγραφικών αναφορών (όπως ΕΕ, εκτός ΕΕ, ή ΕΕ και εκτός ΕΕ) [άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 και άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/775].
Το άρθρο 26, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 αναφέρει ότι, ως γενική αρχή διαφάνειας, η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης αναγράφονται υποχρεωτικά όταν η μη αναγραφή τους ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του τροφίμου, αν οι πληροφορίες που συνοδεύουν το τρόφιμο ή η ετικέτα στο σύνολό της υπονοούν ότι το τρόφιμο έχει διαφορετική χώρα καταγωγής ή τόπο προέλευσης. Στην πράξη, ωστόσο, η ένδειξη της καταγωγής αναγράφεται μόνο όταν προβλέπεται από ειδικούς τομεακούς κανόνες· Το άρθρο 26 παράγραφος 3, το οποίο θεσπίζει την υποχρέωση αναγραφής της χώρας καταγωγής του πρωταρχικού συστατικού όταν δεν είναι ίδια με τη χώρα καταγωγής που αναφέρεται για το τρόφιμο, έχει επίσης αποδυναμωθεί λόγω παρεκκλίσεων και λόγω της υπερβολικής διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στη βιομηχανία με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/775 της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, για την πρόληψη της απάτης, την προστασία της δημόσιας υγείας και τη διασφάλιση του δικαιώματος των καταναλωτών στην ενημέρωση, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να περιλαμβάνει την υποχρέωση αναγραφής της προέλευσης όλων των τροφίμων, είτε συσκευάζονται είτε σερβίρονται σε καταστήματα εστίασης εκτός οικίας, δηλαδή σε σχολικά κυλικεία, επιχειρήσεις, νοσοκομεία και εστιατόρια.