Ο νόμος, ο οποίος επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ στις 30 Δεκεμβρίου, απαγορεύει την πώληση αγαθών εντός του μπλοκ τα οποία παράγονται με πρώτες ύλες από αποψιλωμένες εκτάσεις και καλύπτει επτά βασικούς τομείς, όπως το κακάο, το καουτσούκ και το ξύλο. Ωστόσο, η νομοθεσία συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από χώρες παραγωγής, όπως η Ινδονησία, η Βραζιλία και η Μαλαισία, οδηγώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση να αναβάλει την εφαρμογή του για έναν χρόνο.
Τα κράτη μέλη είχαν ήδη εγκρίνει την παράταση αυτή τον Οκτώβριο, με την ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αναμένεται αργότερα αυτόν τον μήνα. Η νέα ψηφοφορία άνοιξε την πόρτα στους ευρωβουλευτές να προσθέσουν τροπολογίες, προκαλώντας ανησυχία σε κορυφαίες εταιρείες, κυρίως εκείνες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές κακάο και καουτσούκ.
Ο Francesco Tramontin, αντιπρόεδρος Διεθνών Δημόσιων Υποθέσεων της Ferrero, δήλωσε ότι η αποφυγή ενδεχόμενης επαναδιαπραγμάτευσης της νομοθεσίας είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση των προετοιμασιών που έχουν ήδη γίνει από τις εταιρείες για την ενίσχυση των επενδύσεων σε πιο βιώσιμες πρακτικές.
Ο Marc Genot, διευθύνων σύμβουλος της SIPH, του μεγαλύτερου παραγωγού φυσικού καουτσούκ στην Αφρική, σημείωσε ότι ο κλάδος του καουτσούκ έχει ήδη επενδύσει σε εργαλεία χαρτογράφησης και σε κεφάλαια στήριξης των μικροκαλλιεργητών για τη συμμόρφωσή τους με τους κανονισμούς. Πρόσθεσε ότι η καθυστέρηση έχει προκαλέσει «αστάθεια σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού».
Ο Bart Vandewaetere, αντιπρόεδρος του τμήματος ESG της Nestlé Europe, δήλωσε στους Financial Times, ότι η ελβετική πολυεθνική έχει εργαστεί για τη συμμόρφωση με τις υφιστάμενες διατάξεις του κανονισμού, με τους προμηθευτές να έχουν λάβει σημαντικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλες εταιρείες που αντιτίθενται στην καθυστέρηση περιλαμβάνουν τις εταιρείες ελαστικών Michelin και Pirelli, την αλυσίδα σούπερ μάρκετ Carrefour και τις καταναλωτικές εταιρείες Mars και Unilever.
Σύμφωνα με έκθεση της ταϊλανδικής τράπεζας Krungsri, ο νόμος για την αποψίλωση των δασών εκτιμάται ότι θα επηρεάσει περίπου 401 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από το εμπόριο της ΕΕ, περίπου το 5,5 % όλων των εισαγωγών στο μπλοκ το 2022. Στη δική της εκτίμηση επιπτώσεων για το νόμο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι το κόστος συμμόρφωσης μπορεί να ανέλθει σε 170 έως 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Σφοδρές πιέσεις από χώρες που εξάγουν φοινικέλαιο και σόγια οδήγησαν την Κομισιόν να αναβάλει την εφαρμογή του νόμου. Οι εταιρείες σε αυτούς τους τομείς εξέφρασαν ανησυχίες ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν ακόμα παράσχει κατευθυντήριες γραμμές για τη συμμόρφωση.
Η S&P Global προειδοποίησε τον Αύγουστο του περασμένου έτους ότι ο νόμος θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει το εμπόριο και τις αλυσίδες εφοδιασμού για αγαθά που σχετίζονται με την αποψίλωση μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι κυρώσεις για μη συμμόρφωση θα μπορούσαν να φτάσουν το 4% του ετήσιου κύκλου εργασιών μιας εταιρείας, ανάλογα με την κλίμακα της παράβασης.
Υπουργοί από 18 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας, της Γκάνας, της Μαλαισίας και του Περού έστειλαν επιστολή στην Επιτροπή την περασμένη εβδομάδα υποστηρίζοντας ότι η αναβολή δεν ήταν αρκετή. Επιπλέον, εναντιώθηκαν στο σύστημα βαθμολόγησης κινδύνου αποψίλωσης που εφαρμόζει η ΕΕ.
Προς απάντηση η Επιτροπή διαβεβαίωσε πως «η πρόταση παράτασης σε καμία περίπτωση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τους στόχους ή την ουσία του νόμου, όπως συμφωνήθηκε από τα κράτη μέλη της ΕΕ και ευρωβουλευτές».
Πηγή: Financial Times