Η καθετοποιημένη οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας βουβαλίσιου κρέατος επέκτεινε τη δραστηριότητά της και σε αυτή την κατηγορία προϊόντων, θέλοντας να δώσει την πραγματική αξία που αναλογεί στην πρώτη ύλη που διαχειρίζεται.
«Είναι κρίμα να έχουμε στα χέρια μας ένα προϊόν που αξίζει και εμείς να το πουλάμε στην αγορά σαν κάτι κατώτερο», εξηγεί στην Agrneda, ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ιδρυτής της «Kerkini Farm», στην οποία έχει «συνοδοιπόρους» τη σύζυγό του και πλέον και τους δύο γιούς τους.
Για να μπορέσει να προχωρήσει στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών του βουβαλίσιου κρέατος η οικογενειακή επιχείρηση έριξε το βάρος στον τρόπο εκτροφής των ζώων, ώστε να μπορέσει να επιτύχει την παραγωγή ποιοτικού κρέατος. «Το βασικό πλεονέκτημά μας είναι ότι διαθέτουμε δική μας εκτροφή. Έχουμε 80 μάνες, αλλά στο στάβλο μας θα βρει κανείς πάντα γύρω στα 250-300 ζώα. Αγοράζουμε και μικρά βουβάλια από άλλους παραγωγούς, μόλις αυτά απογαλακτιστούν για να τα κάνουμε πάχυνση μαζί με τα δικά μας και με το δικό μας τρόπο», ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος, τονίζοντας με νόημα πως «πολλοί έχουν τα ζώα μόνο για την επιδότηση των σπάνιων φυλών. Ένα ζώο όμως αν δεν είναι καλοθρεμμένο και καλοζωισμένο, δεν θα δώσει καλό κρέας».
Εφαρμόζοντας ένα δικό της πρωτόκολλο σίτισης, εξάλλου, βασισμένο στην πτυχιακή του ενός εκ των υιών της οικογένειας, που έχει τελειώσει τεχνολόγος γεωπόνος, η «Kerkini Farm» υποστηρίζει ότι έχει καταφέρει να βελτιώσει έτι περαιτέρω την ποιότητα του κρέατος που παράγει.
«Υπάρχει η αίσθηση ότι το βουβαλίσιο κρέας είναι σκληρό. Η εξήγηση είναι πως καθώς το βουβάλι δεν είναι βελτιωμένο, δεν βάζει εύκολα κιλά. Δηλαδή σε ηλικία κάτω των 24 μηνών θα μας γίνει 220-230 κιλά σφάγιο με νορμάλ εκτροφή, όπως πάνε οι περισσότεροι. Εμείς έχουμε πετύχει να παίρνουμε αυτά τα κιλά σφάγιου σε 16 έως 18 μήνες. Είναι κέρδος για την εκτροφή, πολύ περισσότερο όμως έχουμε καταφέρει και βγάζουμε σχετικά τρυφερό κρέας, λόγω μικρότερης ηλικίας», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος, ξεκαθαρίζοντας πως «δεν αλλάξαμε το σιτηρέσιο, αλλά κάποιες αναλογίες σε αυτό. Εκεί είναι το μυστικό και βέβαια είναι εξίσου κρίσιμο το ζώο να έχει πάντα μπροστά του τροφή, η οποία να είναι καλή και ποιοτική».
Ακολουθώντας αυτή την πρακτική, τονίζει ο συνομιλητής μας, «κατέστη δυνατό να αναπτυχθεί ενδομυικό λίπος στο βουβαλίσιο κρέας της δικής μας εκτροφής και να προσεγγίζει σε ποιότητα το black angus. Αυτό μας επέτρεψε να πάμε και σε προϊόντα ωρίμανσης για κοπές, τα οποία πριν δεν μπορούσαμε να τα σκεφτούμε έχοντας για πρώτη ύλη βουβαλίσιο κρέας, γιατί θεωρείται πως είναι σκληρό».
Συνολικά η «Kerkini Farm» διαθέτει μια γκάμα με περίπου 40 κωδικούς προϊόντων από βουβαλίσιο κρέας, από τους οποίους οι 15-20 ανήκουν στην κατηγορία των premium και αφορούν μπριζόλες ωρίμανσης, κοπές ωρίμανσης, παστράμι, καβουρμάς και άλλα. «Αυτά φεύγουν από εμάς με τιμές από 20 ευρώ το κιλό και φτάνουν ακόμη και τα 30-35 ευρώ το κιλό, ενώ εάν είναι φιλέτα ίσως και παραπάνω. Οι κλασσικοί κωδικοί, όπως για παράδειγμα κάποια λουκάνικα, τα οποία έχουν πρόσμιξη και με χοιρινό κρέας, φεύγουν με τιμές χονδρικής στα 12 ευρώ το κιλό», τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος. Η διάθεση των τυποποιημένων προϊόντων γίνεται σε καταστήματα delicatessen, αλλά και σε ακριβά εστιατόρια στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, όπως και σε όποιον άλλο επιθυμεί, με αξιοποίηση των υπηρεσιών ταχυμεταφοράς, ενώ κάποια λουκάνικα πωλούνται και σε σούπερ μάρκετ.
«Εξαγωγές κάνουμε κυρίως σε Γερμανία και Ολλανδία. Οι πελάτες είναι κατά βάση Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται εκεί. Στείλαμε επίσης στην Πολωνία, ενώ, μετά τη meat days, ξεκίνησε και μια συνεργασία με έναν χονδρέμπορα στην Κύπρο. Στείλαμε δείγματα, του άρεσαν τα προϊόντα, μια αρκετά μεγάλη ποσότητα και πιστεύουμε ότι θα συνεχιστεί στο μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης είναι στα 700.000 ευρώ.
Όλα ξεκίνησαν το 1999 με βάση το μικρό οικογενειακό κρεοπωλείο στην Κερκίνη. Το 2001 και με το τουριστικό ρεύμα στην περιοχή της Κερκίνης να φουντώνει, στο κρεοπωλείο της οικογένειας μπήκε για πρώτη φορά βουβαλίσιο κρέας, από παραγωγού της περιοχής. Το σκεπτικό ήταν να προωθηθεί ως ένα τοπικό προϊόν μέσα από τα τουριστικά καταλύματα και τα εστιατόρια, που λειτουργούν στην Κερκίνη.
Η κίνηση αποδείχθηκε σοφή και γρήγορα άρχισε να αποδίδει. «Στην αρχή φτιάχναμε έναν καβουρμά και λουκάνικα, στην κατσαρόλα και βλέπαμε ότι άρεσε. Από το 2005-06 αρχίσαμε να μετέχουμε σε εκθέσεις για να προωθήσουμε το βουβαλίσιο κρέας και το 2008 αποφασίσαμε να κάνουμε εργαστήριο. Προσπαθήσαμε να το εντάξουμε σε πρόγραμμα, αλλά απορρίφθηκε γιατί τα οικονομικά μας στοιχεία δεν ήταν καλά. Η απόφαση όμως είχε ληφθεί. Πήραμε δάνεια από τράπεζες και στήσαμε το εργαστήριο και αγοράσαμε και 60-70 βουβάλια για πάχυνση, ώστε να έχουμε το δικό μας κρέας», θυμάται ο κ. Παπαδόπουλος και τονίζει: «στο μεταξύ ο κόσμος άρχισε να το μαθαίνει και σήμερα φτάσαμε να έχουμε ετήσια παραγωγή 150 ζώα από δική μας εκτροφή, αγοράζοντας βέβαια και από 2-3 συνεργαζόμενους παραγωγούς και θα έλεγα πως είμαστε σημείο αναφοράς για όποιον αναζητά βουβαλίσιο κρέας».